Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Σάμος: Από το Ευπαλίνειο Όρυγμα σε αυτά του ελληνικού στρατού




Πολύ συχνά οι εμμονές διαμελίζουν τις σκέψεις μου...Με την ίδια συχνότητα προκαλούν τα ιδια αποτελέσματα σε πράξεις, χρόνους και προτεραιότητες. Θέλοντας να κολακέψω τον εαυτό μου, αλλά και να καταπραΰνω τις ανησυχίες μου, τις αποδέχομαι όχι απλά ως αναγκαίο κακό αλλά και ως μια συχνά ευχάριστη πραγματικότητα, η οποία προσδίδει αλάτι και πιπέρι στην κανονικότητα μου. Δεν τις φοβάμαι πλέον, στα σίγουρα.

Η τρέλα μου με τους εγκαταλελειμένους χώρους σαφέστατα διαγράφει το σχήμα μιας εμμονής, ίσως και ιδεοληψίας. Ακόμη και αν αυτοί δεν έχουν κάποια εύγλωττη, δυνατή ιστορία γνωστή σε πολλούς να διηγηθούν, η παρουσία τους (και η απουσία των δεδομένων ενός στο παρόν κατοικήσιμου χώρου) μου δημιουργούν μια έντονη ανάγκη να τους εξερευνήσω. Αυτή η εξερεύνηση δεν έχει μοναχά τα χαρακτηριστικά μιας βόλτας με οπτική επαφή, αλλά κινητοποιεί τις περισσότερες των αισθήσεων μου. Περιηγούμαι σε κατάσταση καταφανούς συναγερμού ώστε να γραπώσω την παραμικρή λεπτομέρεια της πρότερης κατοίκησης. Επιλέγω να είμαι ανοιχτός σε καθετί το διαφορετικό που θα μου φανερώσει ο χώρος. Στήνω κάποιες βασικές γραμμές ανάλογα με το μέρος που βρίσκομαι παλεύοντας να ενώσω τα συχνά παντελώς άσχετα μεταξύ τους. Μην με κοροϊδέψεις αλλά ψάχνω, ακόμη-ακόμη, να εντοπίσω την ενέργεια των πράξεων και των σκέψεων των παλιότερων κατοίκων. Ή έστω ότι απέμεινε από αυτή.

Η παρουσία μου (για πρώτη φορά στη ζωή μου) στη Σάμο ξύπνησε το θυμικό του φαντάρου σε ένα άλλο συνοριακό νησί, στη Λέσβο. Η Σάμος, όπως και η προαναφερθείσα, βρίθουν από την πολλαπλή παρουσία του στρατού. Δεν θέλω με τίποτα να την ωραιοποιήσω. Ίσα-ίσα που όσα περιγράφω διακατέχονται από την μελαγχολία ενός ανθρώπου που βρισκόταν κάπου όπου δεν ήθελε, ημιφυλακισμένος και καταπιεσμένος. Με ενδιαφέρει η ιστορία στη μικροκλίμακα της όμως και όχι η θώπευση της γενίκευσης.

Από τη συγκίνηση του πατέρα μου όταν με αποχαιρέτησε (και την με το δικό του τρόπο παρηγοριά του "είπαμε κάθε μέρα στο στρατό δεν επαναλαμβάνεται", που τότε δεν αναγνώρισα ο βλάκας την τρυφερότητα της) μέχρι την επιστροφή πίσω στην Αττική (όπου πλέον είχα βυσματωθεί μετά τις ταλαιπωρίες μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού άκρου της Ελλάδας), όλο αυτό ήταν μια σπουδή στο εσωτερικό μου για πρώτη φορά στη ζωή μου. Παράλληλα αφομοίωνα καταστάσεις και συναισθήματα ενός συλλογικού ασυνείδητου, που συχνότατα λειτουργούσε και ως ενσυνείδητο, ανθρώπων σχεδόν πάντα στην ίδια μοίρα με 'μένα - σπανιότατα όμως στο ίδιο μήκος κύματος.

Βίωσα εκείνη την περίοδο πολύ μόνος και ευάλωτος στον ένα χαμένο χρόνο μου. Κάθε φορά που βλέπω ένα στρατόπεδο, αυτό το λαμπάκι μνήμης, περιέργειας αλλά και δυσφορίας αναβοσβήνει μέσα μου. Όταν δε συναντώ τέτοιους χώρους εγκαταλελειμένων στην αχρηστία (λες και ποτέ ήταν χρηστικοί), εκκινά μέσα μου μια διαδικασία εγρήγορσης. Ψάχνω να βρω ποια ήταν αυτά που απογοήτευαν, συνέθλιβαν και σπανίως έδιναν χαρά στους κάποτε προσωρινούς τους κατοίκους. Ψάχνω να βρω (και) εμένα αμφιταλαντευόμενος μεταξύ του τότε και του τώρα.

Η Σάμος έχει πολλά απ' αυτά μια και ο εχθρός (όπως μας τον έλεγαν στα θεωρητικά μαθήματα κατά τη διάρκεια της άχρηστης θήτευσης στα όπλα) απέχει μια ανάσα. Είναι ίσως ένα απονενοημένο άλμα λογικής, αλλά βρήκα έξοχες ομοιότητες στην αντίφαση του Ευπαλίνειου Ορύγματος (που υδροδότησε το Πυθαγόρειο για χίλια χρόνια περίπου) από τη μια και στα πάρα πολλά αμυντικά και επιθετικά ορύγματα του ελληνικού στρατού από την άλλη. Το όρυγμα που δημιούργησε ο Ευπάλινος και οι εργάτες που δούλεψαν εκεί και το συντήρησαν, πρόσφερε στην τοπική κοινωνία όσα όλα μαζί τα ορύγματα του Ε.Σ. δεν κατάφεραν ποτέ. Οι άνθρωποι ξεδίψασαν, πλύθηκαν και κάποιες φορές προστατεύθηκαν από το νερό και τις εγκαταστάσεις του Ευπαλίνειου. Τα πολυαριθμότερα ορύγματα του στρατού προσφέρουν φόβο και μίσος απέναντι σε έναν φτιαχτό εχθρό. Καταφανώς η ζυγαριά γέρνει και γκρεμίζεται από τη μεριά του παλιού, οπότε ίσως κάποια στιγμή θα πρέπει να σκεφτούμε ξανά και σε άλλες βάσεις τον ορισμό της προόδου.

Στο δικό μου φαντασιακό οι αγωνίες, οι μικρότητες και η αλληλεγγύη μιας θητείας (που ευτυχώς κάποια στιγμή τελείωσε) ήταν το έναυσμα για μια μάχη. Από τη μία η έντονη και διαρκής επιθυμία φυγής και από την άλλη η προσπάθεια (και η ανάγκη) να γνωρίσω και να κατανοήσω την πραγματικότητα ενός άλλου τόπου στον οποίο είχα βίαια ενταχθεί ως παρίας και ενίοτε ως καταναλωτής και αιμοδότης της τοπικής οικονομίας. Ανάλογα βίωσα και το παρόν της Σάμου. Ενός πανέμορφου πράσινου νησιού που, ασθμαίνοντας είναι η αλήθεια,  προσπαθεί ακόμη να κρατήσει κάποιες περιοχές μακρυά από την εξοντωτική αφομοίωση του τουρισμού. Ίσως ήμουν τυχερός που ως ένα σημείο στη δική μου θητεία το κατάφερα. Συμπόνεσα και κατανόησα όσους στη θητεία τους, και στη Σάμο υποθέτω, παρέμειναν αδρανείς θιασώτες καφετεριών και σουβλατζήδικων μακρυά από την όποια αλήθεια του νησιού. Διαθέτουν πολλαπλές διαδρομές τα ορύγματα του κόσμου των ψυχών μας και, ως ένας επισκέπτης φορέας έστω και μιας μικρής θητείας-επίσκεψης, κάθε φορά δοκιμάζω να ταξιδέψω στο χώρο και το χρόνο των νησιών των άλλων. Ώστε να τους πονέσω και να καταλάβω καλύτερα  τη δική μου βάσανο.

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

Κόρη



Το σπίτι βρίθει από χαρά
Καθώς λαγήνι πλήρες γάλακτος στον ήλιο
'Ένα κορίτσι στο παράθυρο κρυφά
Δίνει τα στήθη της στα περιστέρια.

Γιομάτα σφύζουν τα βυζιά
Και στέκουν όρθιες οι ρώγες
Τα πιπιλίζουν τα πουλιά
Κι' αίφνης το γάλα ξεχειλίζει.

Ανδρέας Εμπειρίκος, από το Η Τρυφερότης των Μαστών (1934) στην Ενδοχώρα.