Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Καλέ μου άνθρωπε




Η μπασταρδεμένη ποπ κουλτούρα α λα ελληνικά διαφέρει σημαντικά από τις αντίστοιχες περιπτώσεις του εξωτερικού και είναι σημαντικά λειψή σε σχέση με αυτές. Αυτή η έλλειψη επεκτείνεται σε σημαντικό βαθμό από τον ελάχιστο αριθμό ανθρώπων που ήταν και είναι σε θέση να μας την κάνουν πενηνταράκια στους τρόπους που αυτή διαχέεται και διαδρά με τη δική μας καθημερινότητα.

Η ιδεολογική κηδεμονία της αριστεράς συνετέλεσε, επίσης, μέσω της τρομακτικής της αγωνίας να διαχειριστεί την ήττα, στην απάλειψη κάθε πράγματος που η ίδια (δηλαδή η εκ του κόμματος εκπορευόμενη γραμμή) δεν θεωρούσε σοβαρό και άξιο λόγου. Αποστρέφομαι την τρέχουσα τάση του αγγλοσαξωνικού κόσμου να προσπαθεί να βρει τρομερά σημαντικές συνιστώσες στο, συχνά ασήμαντο, mainstream, αλλά εδώ είμαστε στο άλλο άκρο εντελώς. Είτε θα λοιδορούνται ως ασήμαντα πολλά απ' όσα συνιστούν έναν ευρύτερο ποπ (εκ)πολιτισμό ή αυτός θα υποβιβάζεται απαξιωτικά στο επίπεδο της απλής διασκέδασης, του χάχανου και της πλάκας.

Φυσικά και γνώρισα τον Θανάση Βέγγο μέσα από τις ταινίες του και ήταν η αγάπη του πατέρα μου σε αυτόν που δημιούργησε (ως πάσα) τη δική μου αγάπη. Ξεκάθαρα ο Βέγγος ήταν και είναι ένα household όνομα από αυτά που πάντα είναι σε θέση να επηρεάσουν και να διαμορφώσουν. Πέρα από τη χαμαιλεοντική του ικανότητα ως καρατερίστας, μια ικανότητα που σαφώς βρήκε μια μεγαλύτερη ολοκλήρωση στα ύστερα του ως ηθοποιός μέσω δραματικών ρόλων (αν και η παρουσία του μαζί με τον εξίσου τεράστιο Ντίνο Ηλιόπουλο στον Δράκο του Κούνδουρου ήταν από πολύ νωρίς δηλωτική), ο Βέγγος συμβόλισε αλλά και ήταν ο άνθρωπος του λαού. Εξ ορισμού μας παρουσίασε μια λαϊκή τέχνη μέσω χαρακτήρων που αντιπροσώπευαν ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων της εποχής του, μιας Ελλάδας που δεν επιβιώνει πλέον.

Πριν υποπέσω σε νοσταλγίες που δεν μου αναλογούν μια και αυτή την κοινωνία ίσα που πρόλαβα να την γνωρίσω, μυρίζοντας παράλληλα και τις τοξικές της αναθυμιάσεις, να σχολιάσω πως ο Βέγγος ήταν ο εαυτός του και συνάμα ένας πολλαπλός Ιανός. Διέθετε τη στόφα και ένα κωμικό ταλέντο του λαϊκού ατακαδόρου των καφενείων αλλά και του μεροκάματου, μαζί με την αξιοπρέπεια του φτωχού που δεν κλαίει τη μοίρα του αλλά αγωνίζεται.  Τον καιρό που η ελληνική κοινωνία μετατρεπόταν, με το καρότο της αντιπαροχής και το μαστίγιο των ιδεολογικών διαχωρισμών, σε περισσότερο δυτική, λιγότερο ανατολική μα πάντα ιδιαίτερα βαλκανική, οι περσόνες του Βέγγου είχαν μια συγκινητικά έντονη αλήθεια. Ακόμη και στις πιο αβάντ γκαρντ (τι γράφω τώρα) προσεγγίσεις του, όπως η διάχυτη ειρωνεία του πράκτορα Θ.Β. για τα ξενόφερτα είδωλα του Τζέημς Μποντ, το χιούμορ του ήταν καθηλωτικά απλό, μα ποτέ απλοϊκό, σε μια λογική πως το απλό είναι το ζητούμενο και το δύσκολο συνάμα.

Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που έλκυε τον πατέρα μου στις κωμωδίες του. Πρόλαβα την εποχή που πήγαινα να δω τη μαγεία μιας παράστασης Καραγκιόζη, του κατεξοχήν φτηνού λαϊκού θεάματος, εκεί όπου χωρίς πολλές εξηγήσεις όλα μας φαίνονταν υπερβολικά και τόσο δικά μας μαζί, σαν την μικροαστική (ή τη ζωή στο χωριό ακόμη) καθημερινότητα. Η διαφορά ήταν πως αυτός ο δικός μας άνθρωπος, πετούσε για λίγο στην άκρη τη μιζέρια ή και τη φτώχεια, όχι όμως εξαφανίζοντας την, αλλά εξωραΐζοντας αυτή την πραγματικότητα μέσω της αλήθειας και του χιούμορ. Δεν ήταν απολιτικό όλο αυτό,  όμως, απλά δεν είχε την καθοδηγητική ηγεμονία μιας ταμπέλας. Και να αμφιβάλλεις  για αυτόν μου τον ισχυρισμό να σε παραπέμψω πέρα από το προφανές το Τι Έκανες Στον Πόλεμο Θανάση, την επική μα τόσο λυτρωτική σφαλιάρα του πατέρα Βέγγου στον νεοναζί γιο του στο Το Μεγάλο Κανόνι. Ήταν η σφαλιάρα της αξιοπρέπειας μιας ολόκληρης (έστω μεγάλου μέρους της) κοινωνίας απέναντι σε κάτι αναξιοπρεπές και μη ανθρώπινο.

Ο Βέγγος υπήρξε αληθινά συγκλονιστικός σε ρόλους που ήδη ανέφερα και θα μπορούσα να γράψω και άλλους. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον αντιφατικά τίμιο κλεφτάκο στον Ηλία του 16ου. Εκεί όπου ο Βέγγος ενσαρκώνει τον τύπο ενός ανθρώπου τόσο εμφατικά παρών στην τότε κοινωνία που η φτώχεια του λειτουργούσε ως το σχοινί του ακροβάτη για να ισορροπήσει κανείς μεταξύ νομιμότητας και παραβατικότητας, μεταξύ αξιοπρέπειας και "ξεφτίλας". Όταν το καθαρό κούτελο ήταν άγραφος νόμος.

Ποτέ δεν μου εξήγησε ο πατέρας μου τα πως και τα γιατί αυτής της αγάπης του. Απλά βλέπαμε και ένα μεγάλο ποσοστό αυτών ταξίδευε μέσα μας. Λίγο αργοπορημένα ίσως καταγράφω τις κοινότητες και ευχαριστώ τον Θανάση Βέγγο για αυτές. Ας μην ξεχνάμε για' θα ξεχαστούμε.