Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

The Quine tapes



Στο Last Days (την abstract μυθοπλαστική ταινία-αφιέρωμα του Gus Van Sant στον Kurt Cobain) υπάρχει μια σκηνή που επαναλαμβάνεται κάποιες φορές. Ο κεντρικός ήρωας Kurt ακούει ξανά και ξανά τα υπνωτικά μοτίβα του Venus in Furs. Χωρίς να είναι αυτός ο σκοπός του, ο Van Sant αποτυπώνει μία από τις κυρίαρχες αξίες στη μουσική των VU. Την trance δυναμική υποβολής που είχαν τα τραγούδια τους μέσω (και) της εγκόλπωσης των μινιμαλιστικών πρακτικών όλης της παρέας του La Monte Young και του αξέχαστου Tony Conrad. Άλλωστε αυτές οι δύο (όχι και τόσο) διαφορετικές απόπειρες προσέγγισης των προσωπικών όσο και συλλογικών ηχητικών παρορμήσεων συνέβαιναν σε γεωγραφική απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων στην Νέα Υόρκη των 60's.

Οι Velvet όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν και πολλά άλλα τα οποία βίωσα μέσα μου ακούγοντας, στα 17 μου, για πρώτη φορά τη μυθική πλέον μπανάνα, πριν ακόμη μυηθώ στον ανεμοστρόβιλο του White Light/White Heat, το οποίο θεωρώ πως μαζί με το Funhouse των Stooges λειτούργησε καθοριστικά επάνω μου. Δυστυχώς, τουλάχιστον στην λειψότατη ελληνική βιβλιογραφία, έχουμε μάθει κάθε rock n' roll σχήμα να κρίνεται με τους μύθους αυτού του ιδιώματος, οι οποίοι συχνότατα απέχουν παρασάγγας από την πραγματικότητα: καλλιτεχνική, κοινωνική, πολιτική, ακόμη και προσωπική. Για πολλούς από εμάς τους φανζ η περίοδος μετά την έλευση του τρίτου άλμπουμ των VU ήταν μια περίoδος παρακμής, ένα χρονικό διάστημα που απλά συνετέλεσε (μia και υποτίθεται πως ο Doug Yule ποτέ δεν μπήκε στα παπούτσια του John Cale λες και μιλούμε για μια ποδοσφαιρική ομάδα) στην οριστική φυγή και του Lou Reed. ΄Ώσπου έρχεται η ακρόαση αυτών των έξι βινυλίων και άλλος ένας μύθος καταρρέει.

Προφανώς όλα έχουν ειπωθεί για τους Velvet, τη διάδραση του ροκ και της αντικουλτούρας στα 60s, τη Νέα Υόρκη ως χαοτική χοάνη όλων των παραπάνω. Καθώς πλησίασα, μετά από κάποια χρόνια που καθόταν στη δισκοθήκη μου, αυτή τη συλλογή, δεν περίμενα είναι η αλήθεια πως θα υποστώ τέτοιο σοκ. Οι ηχογραφήσεις της προέρχονται όλες από το 1969 και τους μήνες που ακολούθησαν την κυκλοφορία του τρίτου τους άλμπουμ. Μάης του '69 σε ένα πανεπιστήμιο και η μεγάλη πλειοψηφία Νοέμβριος και Δεκέμβριος του ίδιου έτους σε δύο venues του Σαν Φρανσίσκο, το The Family Dog και το The Matrix.

Αυτό που φυσικά αρχικά εντυπωσιάζει είναι, μια και οι ηχογραφήσεις είναι το good-old bootleg μέσα στο κοινό, πως οι πρώτες χρονικά (βασικά στο The Family Dog)  υποφέρουν από ένα αδιάφορο κοινό αλλά και την έλλειψη αυτού. Και πως, καθώς οι μέρες προχωρούν και η παραμονή στη δυτική ακτή συνεχίζεται, το κοινό αυξάνεται, όπως και ο, όποιος, ενθουσιασμός του. Κάποια στιγμή, στις πρώτες χρονικά ηχογραφήσεις από το Μάϊο, το γκρουπ ξεκινά να παρουσιάζει μια version του Sister Ray, όπου ο Reed, καθώς τα επαναλαμβανόμενα ακόρντα του τραγουδιού ξεκινούν, προσπαθώντας να μπάσει -ακόμη και να διαπαιδαγωγήσει θα μπορούσες να πεις-το κοινό, σχολιάζει πως "this will go on for a while"...Μέσα στη διάρκεια των έξι πλευρών βινυλίου, άλλες δύο εκδοχές αυτού του πολύ σημαντικού-ιστορικά και αισθητικά-κομματιού. Πάντα εκτεταμένο σε διάρκεια πολύ μεγαλύτερη από τη στουντιακή, μέσα σε έναν ορυμαγδό feedback, αυτοσχεδιασμού και επαναληπτικότητας. Το γκρουπ δεν ήταν δημοφιλές στην εποχή του, το ήξεραν και οι ίδιοι. Και όμως επιλέγουν να συνεχίσουν το καλλιτεχνικό τους όραμα με μια, χωρίς διακοπή παρά τη φυγή του Cale, πορεία προς τα εμπρός χωρίς να λοξοκοιτούν ούτε στιγμή προς την επιτυχία.

Αυτοί, τα hip darlings του Andy Warhol όπως τους κατηγορούσαν, αποτελούν την επιτομή ενός rock n' roll live act. Την ίδια "τύχη" επιφυλάσσουν και σε άλλα κομμάτια τους, στα οποία κρατώντας τη βασική μελωδία τα ανασυντάσσουν, διαστρέφουν, επιμηκύνουν. Το εισαγωγικό Ι'm waiting for the man από το The Family Dog μετατρέπεται σε μια loose εκδοχή, κάτι μεταξύ σε boogie και blues, με τον Lou να τραγουδά χαλαρότερος από ποτέ. Το White Light/White Heat  λίγες μέρες αργότερα στο The Matrix υφίσταται μια εξίσου ανάλογη μεταχείριση επιμήκυνσης γεμάτη επιθετικότητα και πάθος. Τις ίδιες μέρες το The Black Angel's Death Song σοκάρει με τη σκληρότητα του και το πως καταφέρνουν να ξεπερνούν την τραχύτητα της στουντιακής έκδοσης. Στην τελευταία βραδιά τους, πάλι στο The Matrix, εξαπολύουν μια ηχητική επίθεση trance επαναληπτικότητας 37 λεπτών με το Sister Ray, όπου η ερμηνεία του Reed αποκτά τη μορφή πρόζας (και με οδήγησε, για πρώτη φορά αν αναγνωρίσω το αριστουργηματικό παιχνίδι της αφήγησης του πριν την ίδια τη μουσική στο τραγούδι.

Μέσα στο έμπλεο σεξισμού ροκ της εποχής (όπως και τώρα βέβαια),η Maureen Tucker, μέσω αυτών των ηχογραφήσεων, αναδεικνύεται σε μια από τις σημαντικότερες ντράμερ του ροκ μια και κρατά τα γκέμια, τα μπόσικα και ότι άλλο φανταστείς στο σημαντικότερο ροκ γκρουπ μαζί με τους Stooges. Ο ήχος τους και οι διαδρομές που οι αβαντ κιθάρες τους ακολούθησαν δεν θα μπορούσαν να είναι αυτές εάν δεν ήταν το τόσο όσο παίξιμο της Tucker. Μια και είμαστε εντελώς στα τέλη των 60's, μόνο ο Jaki Liebezeit είχε αρχίσει να λειτουργεί ανάλογα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

O υπεύθυνος αυτών των ψυχωτικά παθιασμένων, ηχογραφήσεων Robert Quine (θυμάσαι το Blank Generation;), αναφέρει το καλό κλίμα ανάμεσα τους, τη μόνιμη διάθεση να πειραματιστούν και την κατανόηση από τη μεριά τους των βασικών αιτιών έλλειψης δημοφιλίας. Υπάρχουν στιγμές που, ιδιαίτερα ακούγοντας το περισσότερο χίπικο κοινό του The Family Dog, μπορείς να πιάσεις την ένταση μεταξύ όσων συμβαίνουν στη σκηνή με την απογοητευτική πρόσληψη τους από τους κάτω. Γεγονός που, στα δικά μας μάτια σήμερα, μοιάζει ακόμη περισσότερο απογοητευτικό αν σκεφτούμε πως εκείνοι θεωρούνταν progressive thinkers. Σκατά στα μούτρα τους.

Ένας από τους καταλύτες των ροκ μύθων είναι να μας πείσουν για την αποκλειστικότητα του ροκ (ώστε να λάβει και την ανάλογη υπεραξία στα ταμεία των εταιριών) στη διαμόρφωση της κουλτούρας της εναντίωσης απέναντι στις κάθε είδους εξουσίες. Όμως δεν ήταν έτσι. Όπως ξεκάθαρα καταδεικνύει ο ο Theodore Roszak στο, από το 1969 επίσης προερχόμενο, καθοριστικό βιβλίο του Η Γέννηση της αντί-κουλτούρας, το ροκ έπαιξε και αυτό τον ρόλο του, αλλά δεν ήταν ποτέ ο καθοριστικός παράγοντας για τα όσα όμορφα συνέβησαν εκείνη την εποχή. Στην ίδια οπτική οι VU καθορίστηκαν και επηρεάστηκαν από κάμποσους άλλους παράγοντες μέσα στις τέχνες, αλλά και έξω από αυτές, ώστε όσα έπραξαν να μοιάζουν ως ένα πάρεργο του ροκ και όχι κομμάτι μιας αληθινής ροκ μυθολογίας.

Καθετί, πρώτα και κύρια, κρίνεται στην εποχή και στον τόπο που συμβαίνει. Η αντιμετώπιση της ριζοσπαστικότητας των VU (και μάλιστα, όπως διατρανώνουν αυτές οι ηχογραφήσεις, σε μια υποτίθεται παρακμιακή περίοδο για το σχήμα) ως ένα ενοχλητικό alien καθιστά ξεκάθαρη την αμηχανία που προκαλούν στους πιασάρικους-ευπώλητους ροκ μύθους οι πρακτικές του πειραματισμού και του αυτοσχεδιασμού έξω από τα υπαρκτά πλαίσια. Στην ουσία μέσα από αυτές τις υπέροχες ηχογραφήσεις, για τα τραγούδια των οποίων θα μπορούσα να γίνω ακόμη περισσότερο κουραστικά περιγραφικός, βλέπουμε τη σύγκρουση δύο κόσμων όπου οι μετέπειτα μύθοι δοκίμασαν να τους ενώσουν για λόγους εμπορικότητας και μόνο.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

Ούτε τόλμη, ούτε ρίσκο: "Άρης" στο θέατρο Cartel




Το θέατρο δεν αποτελεί μόνο την τέχνη της μίμησης και της αναπαράστασης. Πολύ συχνά, όπως σπουδαίοι μοντέρνοι θεατρικοί συγγραφείς μας έμαθαν από την εποχή του Μεσοπολέμου τουλάχιστον, αποτελεί μια προσωπική, εντελώς γεμάτη ρίσκο, υποκειμενική ματιά και άποψη σε γεγονότα, πρόσωπα όσο και αφηγήσεις. Δυστυχώς τα παραπάνω δεν απαντήθηκαν ποτέ στα 90 λεπτά της παράστασης Άρης στο θέατρο Cartel.

'Εχω τη συνήθεια, που την ακολουθώ με ζήλο, να μην διαβάζω κριτικές μόνο αφότου έχω παρακολουθήσει κάποια θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο. Στην περίπτωση του Άρης πολύ απλά την πάτησα. Εσύ φίλε/φίλη που, ίσως, πιστεύεις πως η αγιογραφία του Χαριτόπουλου για τα πεπραγμένα του Άρη Βελουχιώτη, ανταποκρίνεται στην ιστορία που επιθυμείς να κατέχεις, τότε μη σπαταλάς τον πολύτιμο χρόνο σου διαβάζοντας τη συνέχεια...

Και την πάτησα γιατί από την πρώτη στιγμή είναι εμφανές σε υπερβολικό βαθμό πως το κείμενο της Σοφίας Αδαμίδου αυτοπεριορίζεται σε μια απλή καταγραφή ιστορικών ομιλιών, αποφάσεων και γεγονότων, η οποία απαγγέλλεται από το στόμα του ηθοποιού.  Αν τα είχα διαβάσει αυτά, πιθανότατα δεν θα πήγαινα στην παράσταση. Δεν είναι, ούτε στο ελάχιστο, επιθυμία μου να παρακολουθήσω άλλη μία αγιογραφία πασπαλισμένη με μια κάποια κριτική προς ορισμένα πεπραγμένα του ΚΚΕ.

Η τόλμη της θεατρικής σκηνής απαιτεί από το κείμενο να βγει έξω από τα αναμενόμενα και συνηθισμένα. Και δημοφιλή θα πρόσθετα. Ας μην κοροϊδευόμαστε, το brand Άρης αποτελεί τη βασική αιτία της σημαντικής προσέλευσης, ενώ η προσκόλληση στην ιστορική ορθοδοξία που κάποτε κατέθεσε και καθιέρωσε το ντοκιμαντέρ Το Δίλημμα (μαζί με πολλούς αφηγητές της αριστεράς) για την πορεία του Άρη στα τελευταία του, προσφέρει ελάχιστες κόντρες και μεγάλη αποδοχή.

Η έλλειψη γραπτού λόγου από τον Άρη ως ιστορική φιγούρα, έρχεται να προστεθεί στα ελάχιστα σωμένα για το ποιος ήταν σε προσωπικό επίπεδο. Το παραπάνω σχήμα αποτελεί δίκοπο μαχαίρι που σχεδόν άπαντες φοβούνται να αντιμετωπίσουν. Θα μπορούσε να είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για το κείμενο είτε στο να παρουσιάσει μια εντελώς προσωπική (και προφανώς ρισκαδόρικη) ματιά πάνω στον πρωταγωνιστή του ή να επικεντρώσει σε κάποιο στοιχείο (πιθανό, υπαρκτό ή ανύπαρκτο δεν έχει καμία σημασία) της μεγάλης προσωπικότητας του Άρη και από εκεί να συνεχίσει σε αχαρτογράφητα νερά.

Αλλά όχι, παρά μόνο το ακριβώς αντίθετο. Ένα κολλάζ γενικοτήτων και ιστορικών γεγονότων έτσι ώστε, μέσω του κειμένου, να παρουσιαστεί, για άλλη μια φορά ένας Άρης συγκεκριμένος και προβλέψιμος: άντρας, ηγέτης, πατριώτης κομμουνιστής (ίσως το μοναδικό 100% αληθές), λαϊκός χαρακτήρας, μειλίχιος, φιλότιμος και κάμποσα άλλα που τα γνωρίζεις ήδη. Στο μοναδικό σκηνοθετικό εύρημα μιας σκηνοθεσίας (του Βασίλη Μπισμπίκη ) που συμπράττει απόλυτα με τις κοινοτοπίες του κειμένου, την παρουσία του κεφαλιού του σκοτωμένου συντρόφου μαυροσκούφη Τζαβέλλα, αναθάρρησα περιμένοντας μια ανατροπή. Αυτή θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε, προσωπικά θεώρησα πως θα βλέπαμε κάποιες νύξεις για τη προσωπική τους σχέση όπως αυτή δομήθηκε από τις αντιξοότητες, τους αγώνες αλλά και την τρυφερότητα και την αγάπη που (άκου να δεις τώρα) μπορεί να αναπτυχθεί και μεταξύ ανθρώπων του ίδιου φύλλου.

Αλλά ας μην το περιορίζω. Σε ολόκληρη τη διάρκεια της μιάμισης ώρας που κρατά η παράσταση, περίμενα να έρθω αντιμέτωπος με τις σκέψεις και τις προτάσεις του κειμένου και της σκηνοθεσίας για τους φόβους, τις αγωνίες, τις τύψεις, τα λάθη (πέραν όσων προκύπτουν μελετώντας την ιστορία) που στερούν τον ύπνο κάθε ανθρώπου, πόσο μάλλον μιας προσωπικότητας τόσο αναμεμιγμένης στη δίνη της ιστορίας. Τίποτε από τα παραπάνω. Λες και ο Άρης δεν λειτουργούσε στο δικό του μικροεπίπεδο σκέψεων, αποφάσεων και ερμηνειών αλλά συνομιλούσε αποκλειστικά με την ιστορία και τις μεγάλες αποφάσεις. Πόσο βαρετό πλέον αυτό το σχήμα.

Ο Τάσος Σωτηράκης, δύσκολα μπορεί να κριθεί για την ερμηνεία του. Το πλαίσιο που μπορεί να την περατώσει είναι στενό και συγκεκριμένο με μόνη σκηνοθετική βαλβίδα αποσυμπίεσης τον τρόπο που η παράσταση ολοκληρώνεται. Σε πολλές στιγμές τον βρήκα υπερβολικό, αλλά ίσως αυτό να ήταν ο μοναδικός τρόπος να υπηρετήσει το wannabe grandeur του κειμένου. Τα έδωσε όλα πάντως. Κάτι που δεν μπορώ να πω ούτε και για το, ευτυχώς μινιμαλιστικό, σκηνικό της παράστασης. Η παρουσία του 60's-70's επίπλου με την ενσωματωμένη τηλεόραση ποτέ δεν κατάλαβα πως σχετίζεται με τον Άρη των βουνών. Ούτε η συνολική αισθητική ενός μικροαστικού σπιτιού πως κολλούσε με τα πακέτα των εφημερίδων-μια υπενθύμιση πως η ιστορία είναι πανταχού παρούσα στην παράσταση. Μα, το ίδιο το κείμενο δεν την αφήνει και ποτέ...Ευτυχώς η μουσική  των Villagers of Ionnina City συμπαραστάθηκε στις εντάσεις του κειμένου. Θα παραμείνω καλοπροαίρετος και θα πιστέψω πως για αυτό επιλέχθηκε και όχι για τη βουκολική της αισθητική στον industrial χώρο του θεάτρου Cartel.

Ενώ η συγκεκριμένη παράσταση δεν έχει απολύτως καμιά ανάγκη την στήριξη σου, μια και δίνει όλα όσα ένα μεγάλο μέρος του κοινού επιθυμεί, η ελληνόφωνη ιστοριογραφία παραμένει στην απόλυτη ένδεια και ανάγκη απόψεων (ιστορικών και μη) για μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του ελληνικού 20ου αιώνα.