Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

To lo-fi ήταν πάντα μια ξεκάθαρη αισθητική πρόταση



Κατανοώντας πως αυτό το blog δεν διαθέτει δοκιμιακού τύπου ικανότητες διαλεκτικής. Όλες οι ιδέες που καταθέτω εδώ προκύπτουν μέσα από παραδείγματα. Εικόνες, τέχνη του λόγου, ακούσματα που με τη σειρά τους αναδεικνύουν προθέσεις και επιδιώξεις καλλιτεχνικές. Συνεχίζοντας το παραπάνω ντόμινο, αυτές μας φανερώνουν τρόπους και τακτικές με τις οποίες, ατομικά και συλλογικά, οι άνθρωποι επιλέγουν να τοποθετούνται, εκτός από καλλιτεχνικά, κοινωνικά άρα και πολιτικά.

Μιλώντας για το lo-fi μέσω αυτής της οριακά d.i.y. κυκλοφορίας από τη Phase!, αναφέρομαι σε ένα κομμάτι του. Διευκρινίζω το παραπάνω μια και ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται κατά κόρον στο ροκ αλλά και σε άλλα μουσικά είδη. Σε αυτές τις γραμμές επιθυμώ να καταπιαστώ με τη νόρμα του lo-fi στο χώρο του ευρύτερου πειραματισμού. Είναι αληήεια αρκετά ξεκάθαρο-τουλάχιστον στο δικό μου μυαλό-πως ο όρος αναφέρεται και εμπεριέχει τα χαρακτηριστικά μιας διαδικασίας πειραματισμού και όχι μιας οποιασσδήποτε μανιέρας.

Οι εξ ορισμού απαρχές του low fidelity ήχου είναι αυτές της έλλειψης. Έλλειψης ικανών μέσων καταγραφής και έλλειψης διαθέσιμων υλικών πόρων. Αποτελεί μια επιλογή υλικής αναγκαιότητας, συνυπολογίζοντας πως κανείς δεν θα αφήσει άδειο το τραπέζι και το στομάχι του για να αγοράσει ένα καλύτερο recorder ή καινούρια ντραμς. Εντάξει εκτός από λίγους και λίγες τρελούς και τρελές. Αποτελεί, λοιπόν, φανερό κοινό παρονομαστή η ταξική προσέγγιση ενός καλλιτεχνικού ζητήματος. Το lo-fi μέσα στον ανεξάντλητο καμβά του είναι η μουσική ή η εικόνα ενός έφηβου με το ελάχιστο χαρτζιλίκι, του μπαμπά που τις ελεύθερες ώρες του ξοδεύει όσα ελάχιστα του μένουν για να ηχογραφεί τις τρέλες του, της -με το βασικό μισθό- εργαζόμενης που επιθυμεί με μια κάμερα κινητού να φτιάξει μια μικρού μήκους ταινία. Είναι μια ξεκάθαρα προσδιορισμένη ταξική προσέγγιση στην απόλυτη αναγκαιότητα της προσωπικής έκφρασης. Πολύ συχνά, όμως, αυτή η προσέγγιση συνοδεύεται από την επιθυμία της ύπαρξης του καλύτερου. Καλύτερη τεχνολογία, μεγαλύτερη πιστότητα και ευκολία: όταν θα έχω τα λεφτά και προσπαθώντας να τα μαζέψω.

Αποτελεί, όμως, το lo-fi μια πραγματικά διαφορετική αισθητική πρόταση και πότε; Πιστεύω πως ναι και η παραπάνω περιγραφή δεν είναι ακριβώς αυτή. Όπως ξεκάθαρα αναδεικνύει αυτή η, από το 2008, ηχογράφηση των Sindre Bjerga και Ben Morris, η αισθητική αντίληψη της πρότασης έρχεται να πληρώσει με φρεσκάδα το κουτάκι (με ένα τικ) της επιλογής. Εδώ οι καλλιτέχνες επιλέγουν να λειτουργήσουν με πενιχρά μέσα. Μέσα σε μόλις εικοσιδύο λεπτά της ώρας μέσα από παλιές κασέτες, κάθε είδους μεταλλικά αντικείμενα που παράγουν ανεξιχνίαστους ήχους και μέτριας ποιότητας μικρόφωνα μορφώνεται ένας αχός κακοφωνίας και πειραματισμού. Οι ρυθμοί σέρνονται απειλητικά προς το προσκήνιο πριν χαθούν για πάντα. Το feedback είναι μια επαρκώς σημαντική παρουσία καθ όλη τη διάρκεια του cd. Οι λούπες του Bjerga αποδομούν το σοβαρό της υπόθεσης και αποδίδουν έναν δυνατό αέρα παιχνιδιού.

Συνεπείς ακόλουθοι της όλα επιτρέπονται παράδοσης του John Cage παραμένουν στην ίδια νοητή γραμμή, χρονικά μεταγενέστεροι και επηρεασμένοι από την Arte Povera και το Fluxus, αλλά και τη χαοτική φύση του abstract, προσφέροντας μας μια αληθινά διαφορετική αισθητική πρόταση. Μια πρόταση που δεν περιλαμβάνει διαδικασίες αποφόρτισης μέσω ενός ιδεατού καλύτερου τεχνολογικού μέλλοντος. Είναι α λα Cramps σκουπιδιάρηδες στο παρόν, δημιουργούν με ότι έχουν και αυτό ακριβώς επιθυμούν να παρουσιάσουν. Η πραγματική αποφόρτιση είναι ο εφησυχασμός ( ή η πολυτέλεια) πως όλα μπορούν να συμβούν με τα λιγότερα δυνατά μέσα. Πέρα από το ταξικό πρόσημο όλο αυτό στρέφει το δάχτυλο προς όλους μας καταδεικνύοντας πως όλοι μπορούμε.

ΥΓ. Φυσικά αφιερωμένο στον Mark E. Smith για το προλεταριακό, lo-fi πειραματικό ροκ των The Fall που με καθόρισε με πολλαπλούς τρόπους. Ήταν ο εαυτός του μέχρι την τελευταία στιγμή γεγονός ήσσονος σημασίας ειδικά σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου