Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Τα μυστικά της Τεχεράνης (Tehran Taboo)




Ο σκληρός και σχιζοφρενής κόσμος του Ali Soozandez στα Μυστικά της Τεχεράνης (Tehran Taboo) σχεδόν 10 χρόνια μετά ήρθε να συναντήσει και να ξεπεράσει τη ρομαντική και οξύθυμη Τεχεράνη της Marjan Satrapi στην Persepolis.

Μια πόρνη, η Παρί, που προσπαθεί να κάνει μια νέα αρχή με το μουγκό από επιλογή γιο της μακριά από τον φυλακισμένο τοξικομανή σύζυγο της, μετακομίζει σε ένα διαμέρισμα του εραστή δικαστή της στην ίδια πολυκατοικία με την Σάρα, μια σύγχρονη νοικοκυρά που περιμένει το παιδί του τραπεζικού συζύγου της ζώντας με τη δραστήρια και καλόκαρδη πεθερά της και τον αμετανόητο γλυκατζη αλλά διαβητικό πεθερό της συμβιβασμένη, καταπιεσμένη σε ένα γάμο που κρύβει πολλά μυστικά και δεν της επιτρέπει το δικαίωμα για επαγγελματικά όνειρα. Στην ίδια πολυκατοικία μένει και ο Μπάμπακ, ένας νεαρός,φιλόδοξος μουσικός που βγάζει χρήματα από την διακίνηση χαπιών σε underground στέκια της πόλης. Ο Μπάμπακ καλείται να έρθει σε επαφή με παράνομα κυκλώματα που υπόσχονται παρθενορραφή σε άθλιες συνθήκες όταν ένα βράδυ, παίρνοντας ένα χάπι συνδέεται με την όμορφη αλλά αρραβωνιασμένη Ντόνια.

Και οι τρεις αυτοί ενήλικες προσπαθούν να ζήσουν σε έναν κόσμο που υπαγορεύεται από ένα αυστηρό,θρησκευτικό φονταμεταλιστικό σύστημα που επηρεάζει τη ζωή κάθε νέου Ιρανού ξεχωριστά χωρίς η υποκρισία και η ασχήμια που συνοδεύει το επίσημο καθεστώς και τους νόμους της νύχτας, με το μενού του να περιλαμβάνει από παράνομες αμβλώσεις μέχρι και διεθνές trafficking, να διαβρώσει το δυναμικό τους και το θάρρος να βρουν λύσεις. Το ξαφνικό και το τυχαίο πάνω στο οποίο βασίζεται το σενάριο δίνει αφορμές για δράση και επαναπροσδιορισμούς, αναδεικνύοντας τα σάπια θεμέλια πάνω στα οποία έχει στηριχθεί η ιρανική κοινωνική πραγματικότητα που στις προσφωνήσεις της χρησιμοποιεί αδελφικές εκφράσεις για να κρύψει την τάση για κάθε είδους εκμετάλλευση και ωμότητα.



Ο Soozandeh χρησιμοποίησε έξυπνα το ροτοσκοπικό animation (που βασίζεται στην επεξεργασία του ήδη μαγνητοσκοπημένου από συμβατική κάμερα υλικού ) αφενός για να μετριάσει την σκληρότητα των σκηνών που περιγράφει και αφετέρου για να αναδείξει την υπερβατική ανάγκη των Ιρανών να κινηθούν σε ένα παράλληλο σύμπαν με την αφηγηματική τεχνική της μη προσωποποίησης. Τα θέματα που θίγονται είναι κοινά, αποτελούν καθημερινότητα για πολλούς ακόμη Ιρανούς που ονειρεύονται να επιβιώσουν σε ένα περιορισμένο κόσμο και να τον αλλάξουν ή τουλάχιστον να ξεφύγουν από αυτόν.

Τέλος, ο σιωπηλός παρατηρητής που έχει το συνήθειο να γεμίζει τα προφυλακτικά της μητέρας του με νερό και να τα πετάει από ταράτσες- σε όχι και τόσο – τυχαίους περαστικούς θα μπορούσαμε να πούμε με μια πρώτη ανάγνωση πως είναι ο μέσος δυτικός θεατής, καθώς η κατάσταση που επικρατεί από το 1979 είναι γνωστή στην παγκόσμια κοινότητα. Αλλά αν εμβαθυνουμε θα διαπιστώσουμε πως οι προβληματισμοί της δύσης εκφράζονται πρακτικά με μια παγερή αδιαφορία από τη στιγμή που αρχίζουν και σταματούν μέσα στην σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα . Ενώ το παιδί, μπορεί να μη μιλά αλλά έστω και με τον τρόπο που του επιτρέπει η ηλικία του αντιδρά.

Αφροδίτη Αρβανιτίδη

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Macronympha: noise as a social reflection of society



"More like a mirror we reflect society, some things you might not ordinarily look at. A dark and perversely twisted photo-journalism. Freaks and other like-minded individuals aren't the only people who can look past "-isms" and "-ologies" to find a relevant voice. NOISE is as old as millions of years of volcanic eruption and mountain erosion. The modern industry of metal and machines added more to this mix. All we do is use everything at our disposal to record the true power that had been filling the airwaves since the beginning of time."

- Joseph Roemer of Macronympha

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Ο Γιάννης ο Φονιάς





Ο Γιάννης ο φονιάς,
παιδί μιας πατρινιάς
κι ενός Μεσολογγίτη,
προχτές την Κυριακή
μετά απ' τη φυλακή,
επέρασ' απ' το σπίτι.

Του βγάλαμε γλυκό
τού βγάλαμε και μέντα,
μα για το φονικό
δεν είπαμε κουβέντα.

Του βγάλαμε γλυκό
τού βγάλαμε και μέντα,
μα για το φονικό
δεν είπαμε κουβέντα.

Μονάχα το Φροσί,
με δάκρυ θαλασσί
στα μάτια τα μεγάλα,
τού φίλησε βουβά
τα χέρια τ’ ακριβά,
και βγήκε από τη σάλα.

Δεν μπόρεσε κανείς
τον πόνο της ν’ αντέξει,
κι ούτε ένας συγγενής
να πει δεν βρήκε λέξη.

Κι ο Γιάννης ο φονιάς,
στην άκρη της γωνιάς
με του καημού τ’ αγκάθι,
θυμήθηκε ξανά
φεγγάρια μακρινά,
και τ’ όνειρο που εχάθη.

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Ο γάμος του Καραχμέτη (στο Από Μηχανής θέατρο)



Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ένας από τους αδικημένους του αφηγήματος της νεοελληνικής πολιτείας. Αποτελώντας έναν από τους κορυφαίους ελληνόφωνους λογοτέχνες της περιόδου πριν τη, θρυλική πλέον, γενιά του 1930, έπεσε θύμα της θέλησης της ελληνικής κρατικής παιδείας να δημιουργήσει σημεία αναφοράς.

Ο ριζοσπαστικός του λόγος, η συχνότατα ανατρεπτική του ματιά θάφτηκε κάτω από τόνους ελληνικότητας. Η προσπάθεια του να αναδείξει τα κακώς κείμενα των μικρόκοσμων του νέου ελληνικού κράτους, ισοπεδώθηκε από το μύθο του γαλανού του Αιγαίου και τα πολλά κλισέ για την παραμυθένια Σκιάθο. Ταυτόχρονα η δυνατότητα του να εκκινεί την τέχνη του λόγου του μέσα σε ευρύτερα και περισσότερο ευρωπαϊκά πλαίσια, εξαφανίστηκε ώστε να αναδειχτεί ο Έλληνας, άνδρας, νησιώτης διανοούμενος, άλλος ένας πυλώνας μιας faux ελληνικότητας.

Χωρίς να έχω εντρυφήσει ιδιαίτερα στη θεατρική γλώσσα, τα κείμενα του Παπαδιαμάντη μου μοιάζουν πως εντάσσονται σχετικά εύκολα στις σκηνικές απαιτήσεις. Ίσως να είναι ο μινιμαλισμός των εκφραστικών του μέσων (ανάλογος του άλλου σπουδαίου σώκαιρου του, του Γεώργιου Βιζυηνου) που δεν απαιτεί πολλά. Πολύ πιθανό και η γραφή του που, έχοντας όλοι και όλες περάσει από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μας είναι οικεία και ζεστή, χωρίς ποτέ η καθαρεύουσα στην έκφραση του να απομακρύνει τον αναγνώστη.

Δεν είχα διαβάσει το διήγημα του, το Γάμο του Καραχμέτη. Φτάνοντας στη σκηνή του Από Μηχανής Θεάτρου το πολύ λιτό σκηνικό με γέμισε απορίες. Είχα την περιέργεια για το πως θα αντιμετωπιστεί σκηνοθετικά η διπλή πρόκληση της αφήγησης από τη μια και της παρουσίας αρκετών πρωταγωνιστών από την άλλη με δύο μόνο ηθοποιούς. Η σκηνοθεσία της Όλιας Λαζαρίδου, χωρίς απολύτως κανένα τρικ εντυπωσιασμού αλλά έμπλεη ποιητικότητας, έπεσε στα βαθιά και, βήμα-βήμα καθώς η πλοκή της παράστασης ξεδιπλωνόταν, μας παρέδωσε μια απολαυστική ιστορία μίας ώρας.

Οι επιλογές της θα μπορούσαν να αποτελούν εξ ιδίαν τρικλοποδιές. Επέλεξε να συνδέσει διάφορα στοιχεία της θεατρικής παράδοσης (θέατρο σκιών, πολλαπλοί ρόλοι, αφηγητής και πρωταγωνιστής το ίδιο πρόσωπο) ρισκάροντας να παραδώσει τα γκέμια σε δύο ηθοποιούς και μοναχά. Παράλληλα εστίασε σε πολλές μικρές στιγμές της αφήγησης, μικρές πράξεις της καθημερινότητας όπως το ξύρισμα του άνδρα πρωταγωνιστή, το μάζεμα των ρούχων ή τα μικρά κουτσομπολιά της βεγγέρας.

Όλα τα παραπάνω τα έβαλαν σε μια νοηματική σειρά η Ιφιγένεια Γρίβα και ο Νικόλαος Γεώργιος Χαλδαιάκης με τις σπουδαίες ερμηνείες τους. Ήταν και οι δυο τους καταπληκτικοί. Σπάνια στη μικρή μου θεατροφιλική εμπειρία απόλαυσα τους ηθοποιούς σε τέτοιο βαθμό. Η Ιφιγένεια Γρίβα έμοιαζε να υποδύεται, να εμπεριέχει όλους τους γυναικείους ρόλους κάνοντας τη μετάβαση από τον ένα στον άλλο με απαράμιλλη φυσικότητα. Η φωνή του Χαλδαιάκη, ξεκάθαρα μια φωνή από το παρελθόν, καθώς μπαινόβγαινε μεταξύ του ρόλου του αφηγητή και τους χαρακτήρες του έργου, με ταξίδεψε στις παλιότερες των αναμνήσεων μου στις αρχές της δεκαετίας του '80 από μια άλλη Ελλάδα της επαρχίας.

Την ίδια στιγμή το πυρηνικό υλικό της παράστασης, το ίδιο το διήγημα δηλαδή, δεν έχασε ούτε στο ελάχιστο τις αιχμές της κοινωνικής κριτικής του, την σπινθηροβόλα καταγραφή της επαρχιακής καθημερινότητας, όσο και την ειρωνεία με το χιούμορ που η ανάγκη για ένα "σοβαρό" Παπαδιαμάντη συχνά αποκρύπτει. Μία από τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει η παράσταση ήταν η απαίτηση του κειμένου απ' τους ερμηνευτές να κάνουν δικούς τους πολλούς ρόλους στο μικρό χρονικό διάστημα της παράστασης και, παράλληλα, να μετακινούνται έξω από το νοηματικό πλαίσιο κάθε ρόλου αφηγούμενοι τα καθέκαστα.

Ενθουσιάστηκα, εκτός απ' όσα ήδη ανέφερα, με το ρίσκο που πήρε  σκηνοθέτις να εντάξει νοσταλγικά στοιχεία στην παρουσίαση της ιστορίας. Μια επικίνδυνη, δύσκολη επιλογή,μια και ανάλογες οδηγούν σε κλισέ νοήματα και τετριμμένες παρελθοντολογίες. Ο τρόπος της παρουσίασης της πλοκής ( όπως το παιχνίδι με τα ρούχα που απλώνονταν στα σχοινιά για να φορεθούν αργότερα ή τα κεριά που άναψε η πρωταγωνίστρια με την είσοδο της στη σκηνή) κατέστησαν εμάς τους θεατές συμμέτοχους, φίλους και κοινωνούς της ιστορίας και της αφήγησης των ηθοποιών. Μικρές λεπτομέρειες που με τη σειρά τους συμπληρώνουν το παζλ μιας σπουδαίας παράστασης.