Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Οι πολλαπλές ταφές του Κώστα Ταχτσή



Θα ήθελα να σου πω για τον κύριο Χ. Δεν θα γράψω το όνομα του, δεν έχει σημασία άλλωστε. Ο κύριος Χ είναι γείτονας μου εδώ στη Κυψέλη. Έχει την ηλικία που θα είχε ο πατέρας μου αν ζούσε τώρα, κοντά στα 70. Αλλά δεν δείχνει τόσο, μοιάζει μεγαλύτερος. Εμείς οι κάτω των 40 (έστω πολύ κοντά σε αυτά...) ξεχάσαμε, ή και δεν ζήσαμε ποτέ στις ζωές μας, την όψη ανθρώπων παλαιότερων και πολύ πιο ταλαιπωρημένων γενεών. Θυμάμαι ως παιδάκι στο χωριό να βλέπω τους τότε πενηντάρηδες και πενηντάρες (για να μην πω και μικρότερες ηλικίες) ως παππούδες και όπως τους θυμάμαι τώρα να ομοιάζουν με τους σημερινούς που έχουν καβατζάρει τα 70. Τα σκαμμένα, κουρασμένα χαρακτηριστικά που παρατηρούμε και σοκαριζόμαστε σιωπηλά στα πρόσωπα των μεγαλύτερων σε ηλικία προσφύγων. Οι ταλαιπωρίες της ζωής χαράσσονται στα πρόσωπα και στα χέρια, έχουμε αρχίσει να το θυμόμαστε αυτό και πάλι. Ή να το βιώνουμε ξανά.

Δεν γνώρισα τον κύριο Χ ως έναν γείτονα. Τον έμαθα ως τον συμπαθέστατο κύριο που πουλούσε χαρτομάντιλα σε κάποιο σημείο της Ευελπίδων. Από την πρώτη στιγμή δεν μου φάνηκε ως κάποιος που το κάνει ως επάγγελμα (ότι και να σημαίνει αυτό), αλλά το παρουσιαστικό του φώναζε πως ήταν καθαρή ανάγκη. Κοντούλης, σκυμμένος, σχεδόν η απόλυτη έκφραση της κακομοιριάς. Συγνώμη για το χαρακτηρισμό κύριε Χ. Του έχω δώσει κάμποσες φορές λεφτά, άλλες παίρνοντας χαρτομάντιλα και άλλες όχι. Ώσπου κάποια στιγμή τον πέτυχα στο καφέ της γειτονιάς μου. Σχετικά χαλαρός, πολύ λιγότερο κακομοίρης να κάνει ένα τσιγάρο και να το απολαμβάνει. Μόνο η μοναξιά του δεν είχε αλλάξει. Το αρχικό σοκ του αναπάντεχου διαδέχτηκε ένας ορυμαγδός σκέψεων και τύψεων. Γιατί παραξενεύτηκα και γιατί, ίσως, και ενοχλήθηκα; Προφανώς η παρουσία του στο  καφέ δεν άλλαξε το ταξικό του στάτους. Τον ανέδειξε όμως ως μια ανθρώπινη παρουσία που αναζητά και αυτή τις μικρές ηδονές της καθημερινότητας, επιθυμεί να τις απολαμβάνει. Έξω από τα στερεότυπα του κακομοίρη που συνεχώς κλαίει τη μοίρα του, του φτωχού που πρέπει να κοιτά χαμηλά για να μπορεί να απολαύσει τα αγαθά της ελεημοσύνης από εμάς τους προνομιούχους.

Αυτό κάνουμε τελικά. Πολύ συχνά τουλάχιστον. Προβάλουμε το εγώ μας στους άλλους και επιθυμούμε να βοηθούμε αρκεί αυτό να μην αλλάζει το ιεραρχικό στάτους κβο-ταξικό, συναισθηματικό ή οτιδήποτε άλλο. Ο φτωχός πρέπει να δείχνει και έτσι, ο αδύναμος να έχει μοναχά αδυναμίες, ο σεξουαλικά διαφορετικός να κρύβεται καταπιεσμένος και να μην "προκαλεί", ο πολιτικά ριζοσπάστης να μην εκφράζεται (ούτε και να πράττει) δημόσια. Ιεραρχία και εξουσία σε ένα μόνιμο παιχνίδι κυριαρχίας στο μικρόκοσμο μας. Ικανοποίησε το εγώ μου, δώσε μου αυτό που ζητώ, για να σου δώσω πίσω. Δεν σε αποδέχομαι ως είσαι.

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Κώστας Ταχτσής. Η ζωή του όσο φυσικά και ο θάνατος του είναι γνωστά. Θα μπορούσε να είναι ακόμη μαζί μας, μόλις το 1927 ήρθε στον κόσμο. Βέβαια για τους απολύτως διαφορετικούς τα χρονικά περιθώρια είναι πάντοτε στενότερα. Ζούμε σε μια κοινωνία στατιστικών πιθανοτήτων. Ευτυχώς για εμένα, εκτός από τους αστικούς μύθους που καθόλου τυχαία έχουν πάντα ένα σεξιστικό-ρατσιστικό πρόσημο, τον έμαθα πρώτα και κύρια μέσα από το Τρίτο Στεφάνι, το αριστούργημα του. "Σκοπός μου είναι να βρίσω περισσότερο" έλεγε ο ίδιος και μέσα από αυτό το μνημείο νεοελληνικού ρεαλισμού το κατάφερε στο μέγιστο βαθμό. Θεωρώ το Τρίτο Στεφάνι μοναδικό ελληνόφωνο ανάλογο του ιταλικού νεορεαλισμού στον κινηματογράφο. Εμείς εδώ δεν είχαμε έναν Παζολίνι (ξεκάθαρα κλισέ η αναλογία και το γνωρίζω) αλλά είχαμε έναν Ταχτσή. Πρόθυμα θα ομολογήσω πως οι διαφορές της ιταλικής με την ελληνική κοινωνία φανερώνονται και στην αναγνώριση των δύο στην εποχή τους, ενώ οι ομοιότητες στον τρόπο που πέθαναν, χμμ, δηλαδή δολοφονήθηκαν. Και αν για τον Παζολίνι τα κίνητρα είναι και πολιτικά, δεν βλέπω γιατί δεν είναι για τον Ταχτσή. Με την ίδια λογική τότε τα κίνητρα για τη δολοφονία του Ζακ και πάλι δεν είναι πολιτικά. 'Ελα, όμως, που είναι και πολιτικά.

Αλλά δεν θέλω να συνεχίσω σε αυτό τον δρόμο. Θα επιστρέψω στο Τρίτο Στεφάνι που το κατατάσσω στα πέντε σημαντικότερα πεζογραφήματα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Μέσα από τις σελίδες του ο συγγραφέας επιτίθεται με τον τρόπο του στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.  Στα απομεινάρια της μετεμφυλιακής εποχής, στην Ελλάδα του Σχεδίου Μάρσαλ και της αντιπαροχής, στο συντηρητισμό του μικροαστού, του βολεμένου, της οικογένειας (που είσαι Μαγιακόφσκι;). Αλλά και των ιεραρχικών σχέσεων της πατριαρχίας. Σου θυμίζουν τίποτα όλα αυτά; Ναι και έμενα, τίποτα δεν έχει λυθεί μισό αιώνα και κάτι μετά. Στην ίδια κοινωνία ζούμε με μικρές αλλαγές, αυτήν που περιγράφει γλαφυρά με χοντρή ειρωνεία και την καταγραφή ενός, σχεδόν, ιστοριογράφου, ο Ταχτσής. Οι χαρακτήρες στο Τρίτο Στεφάνι φαγώνονται αλλήλους με βάση μικροσυμφέροντα όσο και κακίες προετοιμάζοντας το έδαφος για την πραγματικότητα του κοινωνικού κανιβαλισμού που ζήσαμε από την πασοκίλα και μετά.

'Ενας άλλος παρεξηγημένος (και αδικημένος κατά την προσωπική μου γνώμη) της ελληνικής πεζογραφίας, ο Τέος Ρόμβος,είχε γράψει πως "ο καθένας από εμάς είναι ένας δυνητικός δολοφόνος. Γαλουχούμαστε σε περιβάλλοντα που ενδημεί η βία και αναπαράγουμε και μεταδίδουμε τη βία". Προς κάθε κατεύθυνση θα ήθελα να συμπληρώσω. Προς τα μέσα μας, προς την υπόλοιπη κοινωνία, προς τη φύση. Αυτή τη βία καταγράφει ο Ταχτσής και η καταγραφή αυτή σαφέστατα και δεν τον κάνει βίαιο. Ούτε και απωθητικό. Βλέπω πίσω από την καταγραφή αυτή την αγωνία της κάθαρσης. Αυτό το επιτέλους εγώ είπα την αλήθεια μου. Αλλά και μια δεύτερη, ίσως εντονότερη, αγωνία, αυτή της αποδοχής. Της απέλπιδας προσπάθειας να ενταχθεί το διαφορετικό, άσχημο και ωραίο μαζί μέχρι να εξαφανίσουμε αυτούς τους δύο όρους από τις ζωές μας. μέσα στον κοινωνικό ιστό. Μια προσπάθεια που όπως προφανώς βιώνουμε είναι ημιτελής, συνεχίζεται και εμπεριέχει πολλή βία, αρκετό αίμα και πολλές ταφές ακόμη. Του ανθρώπου Ταχτσή και πολλών άλλων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου