Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Ο Κιμ Κι Ντουκ παράγει πολιτική με "Το Δίχτυ"





Καθώς μεγαλώνω η επιθυμία για συγκεκριμένες (και δη πολιτικές ) απαντήσεις από την τέχνη του κινηματογράφου βαίνει συνεχώς μειούμενη. Το παραπάνω αποτελεί βασική αιτία αργοπορίας αυτό του σχολίου, μια η ταινία παίζεται εδώ και εβδομάδες. Θεωρώ, ξεκάθαρα, καθετί που ξεκινά την πορεία στη δημόσια σφαίρα πολιτικό, οπότε πλέον είμαι αρκετά αμφίθυμος όταν η πολιτική τοποθέτηση εκφράζεται με κραυγαλέα μέσα. Αυτή τη στιγμή γενικεύω, προσπαθώντας να δώσω μια συνισταμένη μια και Το Δίχτυ παίρνει αλλά και συνάμα δεν παίρνει θέση.

Παρακολουθώντας τον Κιμ Κι Ντουκ ως γνωστό σκηνοθέτη που δεν πολυβλέπω τις ταινίες του, μπορώ μόνο και πάλι να γενικεύσω: δεν ξέρω πως λειτουργεί στο θυμικό του ο διαχωρισμός στη χερσόνησο της Κορέας, μπορώ μόνο να υποθέσω πως τον πονά (αυτόν και τόσους άλλους και άλλες εκεί), όπως καθετί βίαιο και τεχνητό που, παράλληλα, δεν αποτελεί μια μακρινή χρονική ανάμνηση, ούτε απέχει γεωγραφικά πολύ. Όπως και στην περίπτωση της Κύπρου - με πολύ μεγαλύτερη ένταση όμως - η διαίρεση αποτελεί μια τραγική καθημερινότητα.

Η ιστορία ανήκει στον  οικογενειάρχη ψαρά που ζει ήσυχα και σαφέστατα φτωχικά, με τον ποταμό που ψαρεύει να αποτελεί το σύνορο δύο χωρών και δύο κόσμων.  Όταν η μηχανή της βάρκας χαλάει, το ρεύμα τον παρασύρει στο νότο και οι κάθε είδους περιπέτειες ξεκινούν. Ευτυχώς, πρώτα και κύρια για την αξιοπρέπεια του σκηνοθέτη, δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Μέχρι να φτάσεις εκεί, όμως, ξεκινάς από την ποιητική διαδρομή μιας απλής και ήρεμης ζωή η οποία παλεύει να αγκιστρωθεί σε μια μικρή οικογένεια (πόσο αντιηρωικό όλο αυτό ) έχοντας όλους τους δαίμονες του απολυταρχισμού απέναντι της. Θα μπορούσε να είναι ένα σχόλιο για το πως η δική μας ελευθερία εξαρτάται από την ελευθερία των άλλων. Δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος, όσο δεν είναι όλοι, ούτε πραγματικά χαρούμενος και ευτυχισμένος. Ξεκάθαρη πολιτική θέση.

Το μεγαλύτερο κομμάτι της πλοκής, αναμενόμενα, διεξάγεται στο Νότο. Εκεί τον μαζεύουν και οι συγκρουόμενες δυνάμεις φτάνουν, οριακά στο σημείο να εξολοθρεύσουν τον πρωταγωνιστή: η πίστη στο "ελεύθερο" καπιταλιστικό καθεστώς του Νότου, η προσπάθεια να τον μεταπείσουν, ο φόβος του ίδιου για τα τρομακτικά αντίποινα πίσω στη βόρεια πατρίδα αν πει το ναι και, φυσικά, η αγάπη. Για τη γυναίκα και το παιδί του. Ο φόβος μου πως όλο αυτό θα παρουσιαζόταν ως μια γκροτέσκα α λα checkpoint charlie αντίθεση του καλού καπιταλισμού ενάντια στην απολυταρχία του υπαρκτού σοσιαλισμού εξαϋλώνεται άμεσα. Αντικαθίσταται από μια υπερβολή σε όλα, μια υπερβολή που δεν έχω τα στοιχεία να την αντιμετωπίσω. Στο νότο είναι το ίδιο φανατικοί, βίαιοι, δολοπλόκοι και καιροσκόποι. Οι ερμηνείες τονίζουν ιδιαίτερα αυτή την εντύπωση, σεν αντίθεση με τη φωτογραφία που παίζει μεταξύ του ονείρου και του απειλητικού εφιάλτη.

Το άτομο οπως και στο Βορρά, αλλά με άλλα μέσα, συνθλίβεται σε ψεύτικες απολαύσεις, άχρηστες στα μάτια ενός ανθρώπου που δεν τις έχει μάθει και στην ουσία δεν τις έχει ανάγκη. Εκεί ακριβώς, μαζί με την υπερβολή στην προσπάθεια του σκηνοθέτη να τους καταδείξει όλους κακούς, χωλαίνει η ταινία. Λαϊκίζει στην απλοϊκότητα του ατομικισμού, προσπαθώντας να μας πείσει πως, στον παγκοσμιοποιημένο πλανήτη του 2017, η απάντηση είναι μια εξατομικευμένη ηθική στάση που εμφορείται κυρίως από την αγάπη. Προφανώς και αυτή είναι μία από τις απαντήσεις, αλλά όχι η μοναδική, όχι η σημαντικότερη. Ο κόσμος μας, δυστυχώς ή ευτυχώς, περιλαμβάνει περισσότερα χρώματα πέρα του άσπρου και μαύρου μεν, αλλά είναι σημαντικά πιο πολύπλοκος δε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου