Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

d.i.y. Άσιμος



Η επιστροφή της μικρής δισκογραφικής b-otherside στην εργογραφία του Νικόλα Άσιμου, μετά τη θαυμάσια συλλογή Αρνήθηκα Πολλά, είναι πιθανότατα το δισκογραφικό γεγονός της χρονιάς για τη μικρή Ελλάδα.

Θεωρώ τον Άσιμο, πέρα από το μεταθανάτιο-συχνά μυθοποιητικό-hype του, έναν παραγνωρισμένο καλλιτέχνη. Παραγνωρισμένο και ταμπελιασμένο γιατί πέρα από το προφανές, τις αβαρίες μια ζωής φορεμένης με πεισματική αξιοπρέπεια και ενός θανάτου μόλις λίγο πριν τα σαράντα, ο καλλιτεχνικός του βίος ταυτοποιήθηκε συνθηματολογικά. Λίγο τρελός, λίγο γραφικός, πολύ αρνητικός απέναντι σε κάθε είδους μεταπολιτευτική μόδα, ταυτίστηκε με τα Εξάρχεια και τις δυναμικές που αναπτύχθηκαν μέσα στην πρόσφατη ιστορία αυτής της εμβληματικής περιοχής που όλο αυτό μεταμορφώθηκε στην ευχή και την κατάρα του.

Και όμως. Πέρα απ τις κυκλοφορίες στη Minos-EMI ( θα έπεφταν να τον φάνε αν ζούσε σήμερα γι' αυτό το γεγονός, άραγε;) οι οχτώ κασέτες (οι οποίες με βάση τις υποσχέσεις της εταιρίας θα κυκλοφορήσουν όλες!) που κυκλοφόρησε μόνος στην περίοδο 1978-86, ξεχασμένες πίσω στο χρόνο, φανερώνουν πολλά περισσότερα από όσα η εικόνα που έχουν στο μυαλό τους οι πολλοί επιβάλει.

Ξεκάθαρα d.i.y. παραγωγές ηχητικά και αισθητικά αποτελούν στην ουσία νέα από το μέτωπο μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας που φυτοζωούσε έξω από τα όρια της μεταπολιτευτικής αριστερής αφήγησης. Σε αυτές τις δύο πρώτες κασέτες-που επανακυκλοφορούν σε βινύλιο για πρώτη φορά-τις Με το βαρέλι που για να βγει το σπάει και το Είμαι παλιάνθρωπος ο Άσιμος έχει αφομοιώσει την αμερικάνικη protest τραγουδοποιία των 60's και πειραματίζεται βάζοντας έντονα δικά του στοιχεία.

Ποίηση, spoken word, σουρεαλισμός, κοινωνική κριτική και ένα attitude που παραπέμπει ευθέως στους ρεμπέτες (όταν μόλις τότε το ρεμπέτικο έβγαινε προς το mainstream) σε αντιπαράθεση με τη δική του, ιδιόρρυθμη, ιδιοσυγκρασία η οποία μετέτρεπε τις ερμηνείες του σε μίνι-πρόζες βουτηγμένες στο μαύρο χιούμορ. Η καλλιτεχνική του υπόσταση απαιτούσε την απόλυτη ειλικρίνεια και την έλλειψη κάθε φτιασιδώματος στα τραγούδια του. Κατανοώ την ταύτιση πολλών με τις δημιουργίες του ως συνθήματα που έπιαναν λογικές και χυδαιότητες της εποχής από το σβέρκο. Κάποιες στιγμές μου θυμίζει τα πολιτικοποιημένα graffitti και τον τρόπο που αυτά σου κλέβουν τη ματιά και κολλάνε μέσα σου, σημαδεύοντας τη μνήμη σου και τη συγκεκριμένη γωνιά της πόλης.

Ελπίζω, επιτέλους τώρα που τα χρόνια πέρασαν και διάφορα ονόματα και ονοματάκια σταμάτησαν να σκυλεύουν πάνω του, με αυτές τις νέες κυκλοφορίες οι δημιουργίες του να πάρουν την θέση που τους αναλογεί ως μικρά underground διαμάντια. Και έτσι, πλέον, να τη βρίσκει και αυτός.

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Evan Parker-Frank Perry




Η πραγματικότητα έχει, συχνά, δύο όψεις. Μπορεί και περισσότερες βέβαια. Η μία βασίζεται στο τώρα, στο πως κρίνουμε και αντιλαμβανόμαστε το παρόν, και η άλλη με τον τρόπο που αξιολογούμε όσα συνέβησαν στο παρελθόν. Πολύ συχνά η αξιολόγηση στο τώρα απέχει παρασάγγας από όσα συνέβησαν τότε.
Πιάνω τον εαυτό μου, προφανώς δεν είμαι ο μοναδικός βέβαια, να αξιολογώ διαφορετικά όσα άκουσα ή έζησα. Προσωπικές αξιολογήσεις-που αλλάζουν με τον καιρό-μεταβάλουν όσα πίστευα και ακριβώς ίδια γεγονότα τα αντιμετωπίζω από άλλη σκοπιά. Στην τέχνη της μουσικής η μυθοποίηση εποχών, σκηνών αλλά και γεγονότων αποτελεί θέσφατο καιρό τώρα. Πολλές φορές αυτή η διαφορετική οπτική αποτελεί μια θαυμάσια εναλλακτική ιδεών και απόψεων ενώ για τόσες άλλες προκαλεί την προβληματική της συντηρητικοποίησης των οπτικών μας.

Ακούγοντας αυτή την ηχογράφηση, από τις αρχές του 1972, τη χρυσή εποχή που ο ευρωπαϊκός αυτοσχεδιασμός έστηνε το μύθο του (για να χρησιμοποιήσω έναν βαρύ λεκτικό βερμπαλισμό), δεν μπορείς να μη σχολιάσεις τη μέτρια ποιότητα της ηχογράφησης. Κλασσική περίπτωση, για να θυμηθώ ένα φίλο, των κυκλοφοριών της Qbico. Από εκεί και πέρα, όμως, αρχίζουν τα δύσκολα. Το επείγον της ηχογράφησης φανερώνεται ήδη από το flyer του live, μιας οριακά d.i.y. κατάστασης πολύ πριν αυτά τα τρία αρχικά γίνουν θέσφατο. Τον καιρό εκείνο, κοντά μισό αιώνα πριν πλέον, οι μουσικοί που αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως αυτοσχεδιαστές ακολουθούσαν, συχνά, το δρόμο της ριζοσπαστικοποίησης χωρίς, απαραίτητα, να τοποθετούν οποιαδήποτε πολιτική ταμπέλα πάνω τους.

Δεν συμφωνώ με αυτή την επιλογή, αλλά από την άλλη οφείλω να αναγνωρίσω πως ένα σωρό από τις καλλιτεχνικές καταθέσεις εκείνης της εποχής αποτελούν μηνύματα από το μέτωπο. Η μουσική βιομηχανία, αρχές των 70's, κατακτούσε όλα τα μήκη και τα πλάτη που μπορούσαν να αποφέρουν κέρδη, οπότε οι επιλογές σπουδαίων καλλιτεχνών όπως ο Evan Parker αποτελούσαν οικονομικές αυτοκτονίες, Ξεκάθαρα, λοιπόν, γράφω αυτές τις γραμμές μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Το παραδέχομαι και το αποδέχομαι. Μιλάμε για μυθοποίηση λοιπόν.

Αλλά το γεγονός αυτό εδράζεται σε κάποιες πραγματικότητες, μέρη των οποίων περιέγραψα παραπάνω. Ακούγοντας αυτό το δίσκο, ξεπερνώντας το σκόπελο του κακού ήχου, δεν μπορείς παρά να μείνεις με στόμα ανοιχτό από τα συμβαίνοντα. Σαφέστατα, όσο και αν ο Frank Perry ήταν και παραμένει σπουδαίος μουσικός, ο Parker σε αφήνει έκθαμβο με το παίξιμο του. Η χαμηλού προφίλ ηχητική επίθεση από το σοπράνο σαξόφωνο του Parker αποτελούσε ένα μέρος των τρικ που διέθετε η τεράστια φαρέτρα του Άγγλου μουσικού εκείνη την εποχή. Εσένα που διαβάζεις αυτές τις γραμμές σε παραπέμπω στο περισσότερο seminal έργο εκείνης της εποχής, το The Topography of The Lungs, για να ακούσεις τι και πως και γιατί.

Μέσα στα χρόνια που αφέθηκα να χαθώ στις ελλειψοειδείς διαδρομές της free jazz, μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως ο τρόπος που φέρθηκε ο Parker στο σαξόφωνο του και η μορφή που πήρε ο ήχος του, ζωντανά και σε ηχογραφήσεις, είναι one of a kind. Και βάζω και τον Coltrane στην συζήτηση. Μέσα στα λιγότερο από σαράντα λεπτά της ηχογράφησης μεταφέρεσαι σε μια εποχή και σε ένα μέρος-το Λονδίνο-όπου κάποιοι, πολύ λίγοι υποθέτω, γίνονται μάρτυρες ενός ντουέτου (μια και ο Derek Bailey δεν κατάφερε να συμμετέχει) που σχημάτισε ξανά τη μορφή της τζαζ και συνέβαλε αυτή η κάποτε οριοθετημένη μουσική να μετασχηματιστεί σε μια τέχνη που, πλέον, δεν γνωρίζει ταμπέλες και όρια. 

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Αιμίλιος




Ζήτησα από το Νικόλα το Μαλεβίτση να μου πει με πολύ λίγα τι του θυμίζει αυτό το άλμπουμ και χωρίς να τον ρωτήσω, απoφάσισα να τα αντιγράψω εδώ. Ελπίζω να μη μου θυμώσει.

"αιμίλιος; pure; μόνο μία φάση editions_zero. τα έχει όλα μέσα θεσσαλονίκη, ξάνθη, όλη την τρέλλα της παρέας αυτής. rekem. κηλυμάκος. μεγάλη μου αγάπη το pure κι εμένα"

Το Pure του Emil Beaulieau ήταν η αφορμή για να τον ρωτήσω. Η αγάπη της επιλογής των κομματιών η αιτία. Λειτουργώντας αυτές τις γραμμές, συχνά-πυκνά, ως ημερολογιακού τύπου φληναφήματα, βρίσκομαι συχνά στη θέση-ή καλύτερα στο δίλημμα-αν θα πρέπει να καταγράψω κάποια πράγματα που μου συμβαίνουν στην καθημερινότητα. Και αυτό η, με τόση αγάπη διαλεγμένων, συλλογή κομματιών με συνόδεψε για πολλές μέρες.
Υπάρχουν φορές που ένα έργο τέχνης αποκτά διαφορετικές διαστάσεις όταν αγγίζεται, με οποιονδήποτε τρόπο, από κάποιον που το προσεγγίζει με αγάπη. Το εύπλαστο της ψηφιακής μουσικής κάνει ευκολότερη τη διαδικασία της επιλογής, της ανάδειξης και της αλλαγής.

Φυσικά, οι προσωπικές διαδρομές του καθενός όπως αυτές ανοίγονται μέσω έργων άλλων είναι συνήθως απροσπέλαστες για τους υπόλοιπους. Τις ελάχιστες φορές που η θολούρα του ψυχισμού μας αφήνει λίγο χώρο και σε άλλους να κοιτάξουν μέσα μας, συμβαίνει το θαύμα της συνύπαρξης. Αυτής της διαδικασίας που σε κάνει συμμέτοχο και κοινωνό μιας ανώτερης (από τη χυδαιότητα της καθημερινότητας, μην παρεξηγηθώ) δημιουργικότητας και μεταπράτη της ομορφιάς της.

Ε, αυτή ήταν μία από τις φορές και για πολλές μέρες.

Ευχαριστώ Νικόλα.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

"Ποτέ δεν ξαναείδα τέτοια πρόσωπα", ο Οκτάβιο Πας για την Ισπανία




Στην Ισπανία θυμάμαι, στη διάρκεια του Εμφύλιου ανακάλυψα έναν "άλλο άνθρωπο", ένα άλλο είδος μοναξιάς. Μιας μοναξιάς που δεν ήταν κλειστή και μηχανική, αλλά ανοιχτή στην υπερβατικότητα. Το πλησίασμα προς το θάνατο και η εξοικείωση με τα όπλα δημιούργησαν αναμφισβήτητα σε όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες ατμόσφαιρα κατάλληλη για κάτι το εξαιρετικό, για κάτι που ξεπερνάει την ανθρώπινη διάσταση και σπάει τον κύκλο της μοναξιάς που περιβάλλει τον άνθρωπο. Σ' εκείνα, όμως, τα πρόσωπα-τα βαριά, κι αποφασιστικά, τ' άγρια και τραχιά, ίδια μ' εκείνα που, ανελέητα και μ' έναν ίσως τραγικό ρεαλισμό, μας κληροδότησε η ισπανική ζωγραφική-υπήρχε κάτι σαν ελπιδοφόρα απελπισία, κάτι πολύ συγκεκριμένο και ταυτόχρονα ιδιαίτερα οικουμενικό. Ποτέ δεν ξαναείδα τέτοια πρόσωπα.

Οκτάβιο Πας "Ο λαβύρινθος της μοναξιάς"


Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Επειδή ειδικό τρένο σημαίνει στρατόπεδο συγκέντρωσης




...είναι μεγάλο πακέτο αυτά τα ταξίδια επειδή ειδικό τρένο σημαίνει στρατόπεδο συγκέντρωσης σημαίνει ότι δεν μπορείς να ζήσεις δεν μπορείς να αναπνεύσεις είμαστε εμείς και οι αστυνομικοί και κανένας άλλος ανεβαίνεις πάνω σε ψάχνουν σου παίρνουν τα πάντα ακόμα και το νερό σου παίρνουν τα πλαστικά μπουκάλια τα καπάκια και άλλα τέτοια και τα πράματα χειροτερεύουν συνεχώς και ύστερα φτάνουν με το κλειδί ο ελεγκτής και δύο αστυνομικοί και κλείνουν όλες τις κουκέτες κλείνουν τα βαγόνια δεν μπορείς να βγεις πια και μερικές φορές φτάνεις στο γήπεδο ώρες ολόκληρες πριν το παιχνίδι έτυχε να φτάσουμε στη Ρώμη στις 9 το πρωί και σε πηγαίνουν κατευθείαν μέσα στο γήπεδο το παιχνίδι ξεκινάει στις 3 το απόγευμα και από εκεί δεν μπορείς να βγεις πια πριν αυτό τελειώσει και είσαι περικυκλωμένος από την αστυνομία δεν μπορείς να κάνεις τίποτα δεν μπορείς να πας να πιεις κάτι όταν βλέπουν ότι κάποιος πάει να βγει το φωνάζουν που πας και άλλα παρόμοια δεν μπορείς να κάνεις απολύτως τίποτα καπνίζεις ένα τσιγαριλίκι και σε παίρνουν μέσα γι 'αυτό το λόγο...

Για το ποδόσφαιρο (το μεγάλο έρωτα μας), την κοινωνία, τους αλήτες των λαϊκών συνοικιών, την καταστολή και την παράνοια της καθημερινότητας, ένα βιβλίο, το Furiosi του Νάνι Μπαλεστρίνι από τις Εκδόσεις Απρόβλεπτες, ένα μικρό αριστούργημα χαμηλών τόνων και νεωτερικής γραφής με πολλαπλά επίπεδα χιούμορ και κοινωνικής κριτικής. Ένα λούμπεν αριστούργημα που διαβάζεται με μια ανάσα, όσο να φωνάξεις ένα σύνθημα..

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Ο Christian Marclay και ο θόρυβος του τίποτα



Για τους νεώτερους, από την εφηβική ηλικία μέχρι τα είκοσι περίπου, αποτελεί μια ενστικτώδη διαδικασία. Ο dj είναι μουσικός, η αποδοχή του ως τέτοιος είναι αυτονόητη, ο σκοπός δεν είναι η ακαδημαϊκός ορισμός του όρου καλλιτέχνης, αλλά ο ρυθμός, η κίνηση, η μείξη κορμιών και μουσικών. Και ο dj εμπεριέχει όλα τα παραπάνω. Εδώ και, τουλάχιστον, τρεις δεκαετίες, μέσω μουσικών και ήχων που πρώτα και κύρια κρίνονται στα dancefloors, ο dj δημιουργεί, πλέον, μια παράδοση παρουσίας. Είτε μιλάμε για τα decks ενός techno club, είτε για τα, παλιότερα, dancehalls, είτε αναφερόμαστε στη rave κουλτούρα αλλά και τόσα άλλα.

Μέσα από αυτές τις γραμμές, πίσω από πολλά ποσταρίσματα εδώ μέσα, έχω προσπαθήσει να κάνω σαφή την κοινή συνισταμένη που εγώ αποδίδω στην τέχνη και ειδικότερα στην τέχνη της μουσικής. Επιθυμώ μια τέχνη προσιτή από και προς όλους, με λιγοστά μέσα παραγωγής της και με λιγοστές απαιτήσεις στην πρόσληψη της. Μια τέχνη για όλους, μια λαϊκή μουσική που, όμως, δεν θα ακολουθεί την περιοριστική μανιέρα του τι είναι λαϊκό αλλά και τι μπορεί να γίνει δημοφιλές.

Πιστεύω πως η κατανόηση και η πρόσληψη ενός κομματιού ξεκινά από την παραγωγή του και τις ρητές και άρρητες διαδικασίες που συμβάλουν στην κατασκευή του. Στο δικό μου το μυαλό είναι προφανές-τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων-πως όταν επιχειρείς να δημιουργήσεις με τα ελάχιστα μέσα, πρώτα απευθύνεσαι στους πολλούς που η καθημερινότητα τους δεν περιλαμβάνει πολυτέλειες.

Αυτό που κάνει ο Christian Marclay αλλά και ο Otomo Yoshihide  είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί. Με πενιχρά μέσα-από δική τους επιλογή-συνενώνουν το ευτελές της ηχητικής πηγής (βινύλια, χαλασμένα cd's, turntables αλλά και κάθε είδους πηγή ήχου) με την αβάντ γκαρντ προσέγγιση του πειραματιστή, Από τα installations του Marclay μέχρι την ηλεκτρική κιθάρα του Yoshihide μόνο ενός θορύβου δρόμος...Αυτό που κάνουν στο Moving Parts πηγαίνει πολλά βήματα παρακάτω τις αρχικές μου σκέψεις (αλλά και πολλών άλλων φυσικά) για τον dj-μουσικό. Παράγουν ρυθμούς, μελωδίες και θόρυβο όντας οι ίδιοι μεταπράτες του ήχου. Απολύτως αληθινοί δημιουργοί όμως. Ανασταίνουν φωνές, σαμπλάρουν όργανα και ιδέες και φτιάχνουν ένα α λα hip-hop αποτέλεσμα χωρίς τις ρίμες αλλά και έξω από την τυραννία του ρυθμού.

Πατινάρουν ελεύθερα πάνω σε γλιστερές επιφάνειες και χωρίς να γνωρίζουν αν θα σκοντάψουν και θα ματώσουν πέφτοντας, ρισκάρουν να αναπτύξουν ιλιγγιώδη ταχύτητα. Και δεν έχει καμία σημασία αν γκρεμοτσακίζονται στο τέλος.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Αντικουλτούρα // 1966-68 Μέρος Έβδομο : Pink Floyd (Swinging London μέρος δεύτερο)

"Κύριο μέλημα της αντικουλτούρας είναι να εξαγγείλει έναν νέο ουρανό και μια νέα γη τόσο απέραντα, τόσο θαυμαστά ώστε οι άμετρες αξιώσεις της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης να εξαναγκαστούν σε οπισθοχώρηση, περιοριζόμενες σε μια δευτερεύουσα και περιθωριακή θέση στη ζωή των ανθρώπων"

Theodore Roszak "Η  γέννηση της αντί-κουλτούρας" (Εκδ. Futura)

Η αντικουλτούρα που γεννήθηκε αμέσως μετά τον B'  Παγκόσμιο Πόλεμο περνώντας μέσα από διάφορα στάδια εξέλιξης και με διαφορετικές διαδικασίες σε κάθε μορφή τέχνης, βρήκε την κορύφωση της στη δεκαετία του '60 και, μέσω της παντελώς υποκειμενικής μου γνώσης, στην τριετία που αναφέρει ο τίτλος. Οι αριθμοί και ο τρόπος που διαχωρίζουν και κατατέμνουν την καθημερινότητα των ζωών μας αποτελούν μια απλή καταγραφή για τη μνήμη. Τίποτα παραπάνω. Δεν είναι γεγονότα από μόνοι τους. Επιθυμώ να θυμηθώ κάποια σημαντικά απομεινάρια της αντίκουλτούρας στις τέχνες μέσα σε αυτή την τριετία.




Οι Pink Floyd κατάφεραν να γίνουν μέσα στα χρόνια, εκτός από μια χυδαία μηχανή άντλησης χρημάτων, ένα από τα bigger than life ονόματα του rock 'n roll, μιας κουλτούρα που ανέκαθεν αρεσκόταν σε μεσσιανικές νοοτροπίες ηρώων. Παράλληλα, τα χρόνια και οι ηχογραφήσεις που βρίσκονταν κάτω από την κάθε είδους επίδραση του Syd Barrett  (στο περίπου δηλαδή από το 1965 έως το 1968) ενώ προφανώς αρκετά δημοφιλή, παρέμειναν στη σφαίρα του απρόσιτου για τους πολλούς που ακόμη παραληρούν με τις βαρετές μεγαλοστομίες τύπου The Wall ή Dark Side Of The MoonΚαι, όμως, παραβιάζω ανοιχτή πόρτα σχολιάζοντας πως εκείνα τα χρόνια ήταν τα σημαντικά, τουλάχιστον από καλλιτεχνικής άποψης.

Θυμάμαι να παρακολουθώ στο you tube μια εκπομπή του BBC, από το 1967, που τους παρουσίαζε. Περισσότερο και από την ίδια τη μουσική, ίσως, με εντυπωσίασε η έκπληξη και η έλλειψη κατανόησης που έδειχνα ο παρουσιαστής της. Ακούγεται εντυπωσιακό μια και εκείνα τα χρόνια το Λονδίνο δεν ήταν απλά η έξαλλη πόλη που γραφικότητες της mainstream κουλτούρας όπως το Austin Powers θέλουν να μας παρουσιάσουν. Μέσα από live venues και διάφορους χώρους τέχνης, βιβλιοπωλεία και θέατρα το Λονδίνο φλεγόταν-μαζί με τη νεολαία του-ως ένα από τα παγκόσμια κέντρα της, τότε ακόμη επικίνδυνης για τον κυρίαρχο πολιτισμό, αντικουλτούρας. Οι Pink Floyd με την ιδιοφυΐα του Barrett να κυριαρχεί, βρίσκονταν κάπου εκεί και καθόλου ως μια υποσημείωση.

Η πρώτη τους επίσημη ηχογράφηση, το The Piper At The Gates Of Dawn, πίσω από τόνους ροκ μύθων και ιστοριών, που το μόνο που κάνουν είναι να αναμασούν το αντιδραστικό τρίπτυχο, sex, drugs and rock n' roll, αποτέλεσε μια σαφέστατη δήλωση που όμοια της ελάχιστοι έκαναν εκείνη την περίοδο. Σε αντίθεση με πολλούς και πολλές από την απέναντι όχθη του Ατλαντικού εδώ η ψυχεδέλεια χρησιμοποιείται ως ένα όπλο. Ένα μέσο διαφορετικότητας και εναλλακτικής πραγματικότητας. Μέσω του ηλεκτρισμού και της folk, η μαγεία του H.P. Lovecraft μεταγγίζεται στις σαμάνικες ιδιότητες του ροκ. Οι συνθέσεις ισορροπούν μεταξύ του πριμιτιβισμού και της ευφυίας. Η αμφισβήτηση έρχεται μέσα από στιχουργικά σχήματα-οχήματα προς έναν κόσμο που αντιμάχεται την επερχόμενη δυστοπία με το χιούμορ και την ειρωνεία ενός ημίτρελου που θέλει να την πολεμήσει με φανατισμό. Κρύβουν πολύ καλά το νεανικό τους θυμό πίσω από τους ηχητικούς νεωτερισμούς που εισάγουν. Μοιάζουν και αυτοί θαμπωμένοι από τις πιθανότητες ανατροπής που τους δίνει η τέχνη τους αλλά και η εποχή η ίδια.

Ο κόσμος που πλάθουν μέσα απ΄το The Piper At The Gates Of Dawn είναι ικανός να λειτουργήσει μέσα σου πολλαπλασιαστικά. Με θετικό πρόσημο. Είναι ένας κόσμος ελευθερίας και πειραματισμού. Μια rock n' roll ψυχεδελική Ουτοπία.

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

"Δεν μας φοβίζει ο θάνατος, μονάχα η πείνα"





Θεσσαλονίκη 1923.

"Έλληνες πρόσφυγες διέρρηξαν  ένα τουρκικό τυροκομείο και έκλεψαν μερικά μεγάλα κεφάλια τυρί, αφήνοντας πίσω τους ένα απολογητικό σημείωμα: Δεν μας φοβίζει ο θάνατος, μονάχα η πείνα / και τα παιδιά μας, που κι αυτά πεινάνε. Όταν άλλοι πρόσφυγες αγόρασαν αγελάδες από ένα Μουσουλμάνο νοικοκύρη, ο πωλητής καυχήθηκε υπερβολικά δυνατά στην τοπική ταβέρνα για την υψηλή τιμή που είχε πετύχει."

Από το Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων του Mark Mazower.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Rondos: a d.i.y. statement




"a black & white satement/destroy the entertaiment
graffiti and aerosols/art in revolution calls"


Ακούγοντας τη μουσική των Rondos, διαβάζοντας το πανέμορφο-με αισθητική d.i.y. εκτύπωσης-μπαίνεις για το καλά στο κόσμο των καταλήψεων, του d.i.y. και της πολιτικοποίησης στο Ρότερνταμ από το 1978 έως το 1981. Διαβαζοντας το, οι μνήμες και οι καταγραφές μπλέκονται με τα τραγούδια και σε μια βροχερή χειμωνιάτικη μέρα όπως αυτή βρίσκεσαι στα νότια της Ολλανδίας σε μια εποχή που το πανκ παρέμενε επικίνδυνο μέσα στα πλαίσια μιας επιθετικής αντικουλτούρας.

Βαριέμαι, αλλά και δεν έχω τίποτα το ουσιαστικό να προσθέσω, στην κουβέντα-ανάλυση για το τι ήταν αυτό (ή αυτά γιατί ήταν πολλά) που έκανε τη διάδραση του πανκ με την κοινωνική πραγματικότητα της αμφισβήτησης της κανονικότητας-μέσω της ξεκάθαρης επιλογής της συλλογικοποίησης-τόσο ερωτική αλλά και τόσο πηγαία αληθινή. Πιθανότατα, σκέφτομαι μόλις τώρα, η ανάμειξη τέχνης και ζωής μαζί με τη διάθεση του συλλογικού πάνω απ' το ατομικό, να προκαλούσαν αυτή τη διάθεση της ευτυχίας του "κάτι συμβαίνει εδώ"

Μέσα σε αυτή τη συλλογή βρήκα την αποτίμηση του χωρίς, πολύ σημαντικό, πικρίες, σπόντες και κακίες. Εξίσου σημαντικό αυτό μια και όσοι έχουμε αναμιχθεί σε συλλογικά εγχειρήματα ξέρουμε πόσο εύκολα, με το σταμάτημα ή την κατάρρευση τους, όλο αυτό καταλήγει σε εγωιστικές έχθρες και ανεξάντλητες πικρίες.

Θα βρεις το μοναδικό full album που κυκλοφόρησαν, το Red Attack, μαζί με όλα τους τα σινγκλάκια. Αξίζει. Μόνο αγόρασε το από κάποιον ανεξάρτητο, όπως από εδώ.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

ZU : This is hardcore





"Gimmie, gimmie, gimmie
gimmie some more,
gimmie, gimmie, gimmie,
don't ask what's for"

Το θυμάσαι αυτό το τετράστιχο; Ναι, πως δεν το θυμάσαι. Η ώριμη εφηβεία μου σημαδεύτηκε από τη φωνή του Henry Rollins, από τους Black Flag, την SST  με τους Husker Du και το hardcore. Και κάμποσους ακόμη. Μην γελάς καθόλου, το hardcore ήταν πάντα μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Όσο σοβαρή είναι ο χορός, η κίνηση, η ένταση, η εκτόνωση. Το hardcore αποτελούσε και για 'μένα έναν ζωτικό χώρο απελευθέρωσης από τη δυστοπική εφηβεία των πανελληνίων και του στρατού. Όλη αυτή τη χυδαία κανονικότητα.

Καθώς έφτανα στο Αν-για να μπω μέσα μετά από καιρό-αναλογιζόμουν όλες αυτές τις μουσικές στις οποίες έκανα βουτιά εδώ και πολλά χρόνια. Αποκυρήσοντας, εν μέρει, το παρελθόν. Στα μάτια μιας προόδου, ενός προχωρήματος ίσως, μιας κάποιας ωρίμανσης. Ο ψυχισμός, όμως, είναι μια ύπουλη παγίδα, ένας απρόβλεπτος κολλητός που σου επιφυλάσσει εκπλήξεις. Γιατί, πραγματικά, δεν ήξερα τι ήταν αυτό που με έσπρωξε να πληρώσω το εισιτήριο για να δω τους ZU. Φαν δεν με λες. Το μαυσωλείο ροκ μανιέρας και πανκ βαρεμάρας που ονομάζεται Αν δεν αποτελεί και ελκυστικό τόπο κατάληξης για τα βράδια μου. Οπότε;

Η παρουσία του μπασίστα των ZU, Massimo Pupilo, σε διάφορα contemporary σχήματα που γεφυρώνουν τα χάσματα μεταξύ free jazz, noise, πειραματισμού και hardcore ήταν μια αιτία, αλλά τα λεφτά δεν βγαίνουν απ' την τσέπη έτσι εύκολα ακόμη και από τρελούς σαν εμένα.  Αυτό που βαθιά μέσα μου έψαχνα, απαντήθηκε άμα τη εμφανίσει του Ιταλικού τρίο. Ένταση, πάθος, ενέργεια, απελευθερωτική περιδίνηση από τα έξω προς τα μέσα μας στην πιο όμορφη μοναξιά μας. Στον χώρο και τον τόπο που ο καθένας και η καθεμιά θεωρεί δικό του και δεν τον διαπραγματεύεται. Σε αυτόν της-έτσι τον φωνάζω εγώ τουλάχιστον-ελεύθερης έκφρασης. Βαρύτονο σαξόφωνο ως ένα σφυρί του Θορ στα αυτιά μας, ντραμς με την γιγαντιαίων διαστάσεων δύναμη και ενέργεια του grindcore, ηλεκτρικό μπάσο που ισορροπεί ανάμεσα στο θόρυβο και τη μεταλλική αιχμηρότητα του μπάσου του Brian Gibson των Lightning Bolt.

Τα πετάλια μπροστά τους, ένας πολύχρωμος φωτεινός κόσμος ηχητικού χάους. Όλα δουλεμένα μέσα από ώρες δουλειάς και σωματικού κάματου. Κατάφεραν να κερδίσουν το, αρχικά διερευνητικό, κοινό και να καταλήξουν μέσα σε έναν ντελίριο αγνού, πηγαίου χωρίς πολλές εξηγήσεις αυθορμητισμού. Άντε, γιατί πολλά είπα. Μία λέξη, hardcore, αυτό φτάνει. Και μη με ρωτάς για τι είναι.

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

Ο τρόμος μου μπροστά στο νόμο



Περπατώντας σε μια Αθήνα άδεια την ώρα που την επισκέπτεται ο επικεφαλής της, δήθεν, μεγαλύτερης Δημοκρατίας του πλανήτη. Συνεχώς βρίσκεται στο μυαλό μου, δεν λέει να φύγει, όχι ένας πατριώτης της πρώην μεγάλης ελπίδας για αλλαγές, αλλά ο Κάφκα. Το μαύρο του χιούμορ, συχνά ακατανόητο, αλλά τόσο δηλητηριώδες (θυμήσου εδώ ένα παλιότερο ποστ) φτάνει πάντα πρώτο στο μυαλό μου κάθε φορά που συνειδητοποιώ την ανελευθερία που βιώνω. Είμαι υπήκοος σε μια χώρα στην οποία όταν οι βασιλείς περνούν, εμείς οι πληβείοι πρέπει είτε να κλίνουμε το γόνυ με σεβασμό, είτε να αδειάζουμε τους δρόμους (με τη βία αν είναι απαραίτητο ) ώστε αυτοί να περνούν.

Μας τρομοκρατούν. Χρησιμοποιούν το φόβο και τη χυδαιότητα της τεχνολογίας ώστε στο τέλος να μεταμορφωθούμε όλοι μας στον ήρωα που τρέμει μπροστά στον άδικο νόμο. Και στο τέλος, γεμάτοι αλαζονική ειρωνεία να μας πουν, να υπονοήσουν έστω, πως ήταν απλά ο φόβος μας. Πως ο τρόμος μπροστά στο νόμο ήταν απλά ο τρόμος, πως αυτό τον φύλακα θα μπορούσαμε να τον έχουμε ποδοπατήσει, πως-τελικά-όλα βρίσκονται στα χέρια μας.

Θα 'θελα να τον ρωτήσω αυτό τον τυπάκο με το γωνιώδες πρόσωπο, αλήθεια βρίσκονται;

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Αττίλιο



Όταν ξεκινούσε ο Αττίλιο με την τρομπέτα του, όλα τα χέρια σηκώνονταν, και όταν τελείωνε ο ήχος της τρομπέτας μία λέξη ακουγόταν. Ολυμπιακός. Στο παλιό Καραϊσκάκη. Μου φαίνεται αστείο, σαν μια ειρωνεία του χρόνου, αλλά την ίδια περίοδο, λίγους μήνες πριν από το θάνατο του Αττίλιο ένας άλλος θάνατος έβαζε τέλος στην παιδική μου ηλικία.
Και το παλιό Καραϊσκάκη, ο Ολυμπιακός, οι νίκες και οι ήττες, τα τσιμέντα, τα τουρνικέ, τα πέταλα ήταν κομμάτι της παιδική και εφηβικής μου ηλικίας, της πατρίδας μου.

Ανεξάρτητα από ηλικίες, απόψεις, συμπεριφορές και δεν ξερωγω τι άλλο, όταν ξεκινούσε ο Αττίλιο με την τρομπέτα του όλα τα χέρια σηκώνονταν. Και η κατάληξη πάντα η ίδια.

Είκοσι δύο χρόνια πέρασαν γλυκέ μου γάβρε, θρύλε των γηπέδων.

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέηκ



Πήγα να δω την τελευταία ταινία του σπουδαίου Ken Loach χωρίς να έχω διαβάσει τίποτα για αυτή .Περίμενα, όπως πάντα άλλωστε, να παρακολουθήσω κάτι καλό και είδα μια σπουδαία ταινία που σε αρπάζει από το γιακά από την αρχή μέχρι το τέλος.
Μα πως το κάνει, πως το καταφέρνει αυτό ο Loach; Πραγματικά δεν ξέρω και, πιθανότατα, δεν γνωρίζω γιατί ανήκει σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που μιλούν την καλλιτεχνική τους γλώσσα με απόλυτη ειλικρίνεια και χωρίς δογματισμό.Όσοι από εμάς είμαστε έτσι και στην κανονική μας ζωή, ας σηκώσουμε το χέρι ψηλά. Εγώ, πάντως, όχι.
Έχοντας ως εκκίνηση το αγγλικό free cinema των 60's και κοινό παρονομαστή μια έντονη πολιτικοποίηση, η ματιά του Loach, σε όλες μα όλες τις ταινίες του, είναι αυτή της σημασίας στο απλό και καθημερινό. Είτε το υλικό του είναι ιστορικά γεγονότα, είτε οι καθημερινότητες των από κάτω στην Αγγλία μετά τη Θάτσερ, ο Άγγλος σκηνοθέτης κάνει το δύσκολο να φαίνεται εύκολο. Ασχολείται με τη μανία του αυτιστικού με τα απλά πράγματα και τα παρουσιάζει-ως εικόνες και, κυρίως, συναισθήματα-με τη φιλμική διάλεκτο του παρατηρητή που νοιάζεται.
Πως καταφέρνει να πετυχαίνει τόσο εντυπωσιακές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές του; Ούτε και σε αυτό έχω απάντηση. Πολύ πιθανό το όραμα του (αυτό το παλιομοδίτικο της εργατικής αριστεράς στην Αγγλία) να είναι τόσο σαφές ώστε η μείξη του, την ώρα της δημιουργίας των ταινιών του, να δημιουργεί σπινθήρες και φωτιές.
Άλλη μια μικρή, οριακά βαρετή για το σινεμά του blockbuster, καθημερινή ιστορία για τη Αγγλία του σήμερα αποτελεί το I, Daniel Blake.  Η  επιμονή του σκηνοθέτη στα ελάχιστα φωτεινά αλλά τόσο πραγματικά μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη σε σκηνές ανθολογίας, όπου οι εσωτερικές εντάσεις και αγωνίες των πρωταγωνιστών του μεταφέρονται αυτούσιες σε σένα το θεατή.
Μα, πως το καταφέρνει αυτό ο Ken Loach; Δεν ξέρω και η μόνη απάντηση που έχω είναι να σε παραπέμψω στις ταινίες του και στο I, Daniel Blake.


Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Τα κολάζ των Position Normal



Η ιδέα ήταν ξαφνική και δυσκολεύομαι να εντοπίσω τις απαρχές της-υποθέτω κάπου στα βάθη του μυαλού μου και της μνήμης μου, κάποιο μικρό λαμπάκι άναψε, έτσι χωρίς λόγο και καθόλου τυχαία.
Το μυστήριο έχει πάντα ενδιαφέρον αν και πλέον στον διαδικτυακό κόσμο του 2016 έχει μειωθεί δραματικά η γοητεία του. Οπότε από την αρχή να σημειώσω πως πίσω από το-πανέμορφα συνηθισμένο και καθημερινό-όνομα Position Normal (για το οποίο εδώ θα βρεις οτιδήποτε χρειάζεσαι)  βρίσκεται ένας άνθρωπος, Άγγλος στην καταγωγή, μόνιμος κάτοικος Σουηδίας πλέον, ο Chris Bailiff.

'Ηρθα σε επαφή με τη μουσική του κάποια χρόνια πριν. Ως εικόνα αρχικά με τράβηξε η α λα Residents κρυπτική αντιμετώπιση της εικόνας του (πάντα μια εικόνα  δεν μας ελκύει πρώτα; Έστω αυτή που δημιουργούμε εμείς στο νου μας). Όλα έμοιαζαν πολύ φυσιολογικά αμέσως μετά από αυτό. Η επικοινωνία μαζί του, η μηδενική επιτήδευση και ποζεριά του, η έντονη δυναμική που απόκτησαν μέσα μου οι ηχογραφήσεις του. Σαν κομμάτια ενός παζλ, υπαρκτού από την αρχή, που δεν ήξερα πως έλειπαν και έφτασαν από μόνα τους να το συμπληρώσουν.

Αισθάνθηκα μια ζεστασιά, πως μια απόλυτα  και απροκάλυπτα οικεία πραγματικότητα δημιουργούνταν πίσω από τις ηχογραφήσεις του. Δεν μπορώ πλήρως να το εκλογικεύσω και να το βάλω σε μια σειρά. Όπως οι φράσεις του Flaubert και η ποιητική πρόζα του Kerouac, τα τραγούδια του Monk και του Mingus (προσοχή: οι αναλογίες που βρίσκω είναι εντελώς προσωπικές), οι κραυγές της Nina Simone, κάθε λεπτομέρεια κατακάθισε μέσα μου σαν τη νικοτίνη και δεν θέλησε ποτέ να βγει. Γι' αυτό και η επαναφορά της συναισθηματικής μνήμης που ανέφερα προηγουμένως.

Ίσως να ήταν και το κολάζ των ήχων που ακούει στο όνομα Position Normal. Επέμεινα σε αυτό στις ερωτήσεις που έστειλα στον Chris και τις οποίες θα βρεις απαντημένες πιο κάτω. Ο ίδιος, όπως ήταν φυσικό, ούτε δικαιολόγησε, ούτε και έδωσε τις απαντήσεις που οι ερωτήσεις μου ανέμεναν...
Ο καθένας έχει τη δική του πραγματικότητα και, τελικά, αυτό είναι και το ομορφότερο-ειδικά όταν αυτή σκιτσάρεται με σκοπό την ελεύθερη έκφραση.


-Το όνομα Position Normal είναι ένα όχημα που πλέον δεν υπάρχει; Έχουν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που κυκλοφόρησες κάτι. Τι σήμαινε για 'σένα το όνομα αυτό; Προσωπική έκφραση; Ελευθερία; Σε ΄μένα η μουσική σου ήταν πάντα ένα κολάζ ήχων. Συμφωνείς; Πιστεύεις πως ανήκεις και εσύ σε μια σειρά καλλιτεχνών που χρησιμοποίησαν το κολάζ  ξεκινώντας από τους πρώτους dada καλλιτέχνες;

Φτιάχνω μουσική, σχεδόν, από πάντα ακόμα και όταν δεν κυκλοφορούσα, για χρόνια, οτιδήποτε. Γνώρισα τη γυναίκα μου λόγω της μουσικής και τώρα έχουμε ένα παιδάκι, οπότε, νομίζω, πως έχω γνωρίσει κάποια επιτυχία. Αλλά θα χρειαστεί ένας ψυχίατρος για να αναλύσει το γιατί δεν με ενδιέφερε ποτέ να κυκλοφορώ τη μουσική μου συχνότερα. Περισσότερο με ενδιαφέρει η ίδια η διαδικασία της δημιουργίας, αυτό είναι το πιο σημαντικό.
Η λέξη ελευθερία, από μόνη της, είναι κάτι. Όταν ξεκίνησα να δημιουργώ ήχους ήμουν τόσο σίγουρος πως αυτός ήταν ένας τρόπος να δημιουργώ έναν απόλυτα προσωπικό χώρο. Είχα τον έλεγχο σε, τουλάχιστον, ένα πράγμα στη ζωή μου, μπορούσα να συγκεντρωθώ σε αυτό και να χαλαρώσω ταυτόχρονα. Αποτελούσε τη διαφυγή μου. Παίρνοντας ηχητικά samples από το ραδιόφωνο, για παράδειγμα, ήταν ο τρόπος μου ν' απλώνω το χέρι μου στον πραγματικό κόσμο και αργότερα να ανακαλύψω πως αυτός ήταν, από μόνος του, αρκετά παράξενος και πως εγώ είχα το δικαίωμα να γελάω με αυτό. Αργότερα, όμως, τα πράγματα άλλαξαν και μέσω αυτής της απόλυτα προσωπικής και μοναχικής  διαδικασίας άρχισα να έρχομαι σε επαφή με άλλους ανθρώπους. Όλο αυτό απέδωσε με τον τρόπο του.
Το περιορισμένο μου μπάτζετ καθόρισε και την καλλιτεχνική μου προσέγγιση. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος με το ότι υπήρχαν πολλοί τρόποι να δημιουργώ τη μουσική μου, ώστε η ίδια αυτή η διαδικασία ήταν το σημαντικότερο. Δεν είχα κανένα αρχικό κόνσεπτ εκτός από την επιθυμία μου να κάνω μουσική όσο και περιορισμένα μέσα και αν διέθετα. Το κολάζ ήρθε μετά.  Αλλά ήρθε μαζί με το να τραγουδώ, να παίζω κάποια όργανα, να χτυπάω κάποια κρουστά, να αυτοσχεδιάζω. Προσωπικά το έβλεπα πάντα ως σύνθεση. Έβρισκα μια μικρή πλαστική τσάντα και τη χρησιμοποιούσα ως τύμπανο γιατί έμοιαζε ο ήχος. Δεν σκεφτόμουν πως, ναι, τώρα δημιουργώ ένα κολάζ. Μετά από λίγο άρχισε να με ενδιαφέρει πολύ η σύμπραξη πολλών και διαφορετικών πραγμάτων σε ένα τελικό αποτέλεσμα. Έτσι λειτουργούσα και, ακόμη, λειτουργώ.

-Προσωπικά είμαι μεγάλος φαν του κολάζ-ηχητικά αλλά και στα εικαστικά. Οι ζωές, μου φαίνεται, πως μοιάζουν αρκετά με αυτή την καλλιτεχνική πρακτική. Αλληγορικά ζωές μας είναι ένα  γρήγορο κολάζ στιγμών. Στιγμές χαράς, λύπης, πόνου, γέλιου. Αποτελεί η μουσική σου μια αντανάκλαση-σε κάποιο ποσοστό έστω-όλων των παραπάνω;

Η απάντηση είναι καταφατική σε όλα τα παραπάνω. Αλλά δεν πιστεύω πως παίρνω σε κομμάτια διαφορετικές στιγμές και κόβοντας και ράβοντας τους δίνω ένα άλλο νόημα. Γι' αυτό και η λέξη κολάζ δεν σημαίνει τόσα πολλά σε εμένα προσωπικά. ίσως να έχω μια λάθος αντίληψη για την πρακτική αλλά αισθάνομαι πως βάζει σε κάποιο καλούπι την καλλιτεχνική διαδικασία. Το κολάζ, όπως και οι συνθέσεις αλλά και σε οτιδήποτε βρίσκεις γύρω σου, βάζεις μέρος του εαυτού σου στη διαδικασία, είναι όλα αποδεκτά και, πολύ συχνά φέρνουν αναπάντεχα αποτελέσματα. Να ακούς τι θα συμβεί όταν δεν έχεις τον απόλυτο έλεγχο και προκύπτουν ήχοι χωρίς να το περιμένεις. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, ξεχνώ κάθε αρχική μου πρόθεση ή έστω το σημείο εκκίνησης μου. Τότε είναι που όλο αυτό ακούγεται σαν να μην είμαι εγώ και να μην μπορώ να το αναγνωρίσω. Υπάρχει ο τρόπος να αλλάζεις τους ήχους που παράγεις και μετά να τους ακούς ξανά, για πρώτη φορά. Τότε είναι που είμαι περισσότερο χαρούμενος από ποτέ.

-Έχεις μελλοντικά σχέδια για το όνομα Position Normal;

Το τέταρτο μου άλμπουμ είναι, σχεδόν, έτοιμο και δεν ξέρω τι να το κάνω (...)






Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Γυρίζω πίσω





..."Κι αν είναι να γίνω ένα άγριο και φυσικό πάρκο από αργόσχολους ονειροπόλους, δεν πρέπει πια να παραμείνω εδώ στην τακτοποιημένη μωρότητα της υπεύθυνης, ενήλικης ζωής. Οφείλω να το κάνω αυτό αναζητώντας το χαμένο χρόνο, στο όνομα της ανάμνησης της ζωής ενός παιδιού που στραγγαλίστηκε και πνίγηκε από εκείνους που ενέδωσαν. Ότι και αν έχουν δημιουργήσει οι πατεράδες και οι μανάδες εγώ το απαρνιέμαι. Γυρίζω πίσω σ' έναν κόσμο ακόμα μικρότερο από τον αρχαιοελληνικό κόσμο, γυρίζω πίσω σ' έναν κόσμο που μπορώ πάντα να αγκαλιάσω με απλωμένα χέρια, τον κόσμο αυτού που ξέρω και βλέπω και αναγνωρίζω από τη μια στιγμή στην άλλη. Οποιοσδήποτε άλλος κόσμος είναι άνευ ουσίας και σημασίας για μένα, είναι αλλότριος και εχθρικός. Διαβαίνοντας πάλι τον πρώτο λαμπρό κόσμο που ήξερα σαν ήμουν παιδί, δεν επιθυμώ να παραμείνω και να ξαποστάσω εκεί, αλλά να πάω πιο πίσω,  σ' έναν ακόμα πιο λαμπρό κόσμο, από τον οποίο θα πρέπει να έχω αποδράσει. Πως είναι αυτός ο κόσμος, ούτε που το ξέρω, μήτε και είμαι σίγουρος ότι θα τον βρω, αλλά αυτός είναι ο κόσμος μου και τίποτα άλλο δεν με δελεάζει"...

Χένρι Μίλερ " Ο Τροπικός του Αιγόκερω"

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής oι κλέφτες



Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής oι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύανε και τες αυγές κοιμώνται,
κοιμώνται στα δασά κλαριά και στους παχιούς τους ίσκιους.
Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα,
μα είχαν κι ένα γλυκό κρασί, που πίν' ν τα παλικάρια.
Κι ένας τον άλλο έλεγαν, κι ένας τον άλλον λέει:
«Καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδάμε,
δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχή μας;
-ο κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια.
Να πάμε να φυλάξουμε στης Τρίχας το γεφύρι
που θα περάσει ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους
να κόψουμε τους άλυσους να βγουν οι σκλαβωμένοι,
να βγει της χήρας το παιδί, π' άλλο παιδί δεν έχει,
π' αυτή το 'χει μονάκριβο στον κόσμο ξακουσμένο.

(Από τα κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας της Α' Λυκείου)

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

A poem from Directing Hand




Heart's Archive (απόσπασμα)

...Ι leave the fiscal year
enter the crystal year
where i break
into serious pieces,
where missing people
speak in rivers and
think in seas
medicine cabinet acts miscalculated
eclipse clap hands,
drink crypt-cans a stone's throw from where you were born...



Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

Αντικουλτούρα // 1966-68 Μέρος Έκτο : Blow-up (Swinging London μέρος πρώτο)

"Κύριο μέλημα της αντικουλτούρας είναι να εξαγγείλει έναν νέο ουρανό και μια νέα γη τόσο απέραντα, τόσο θαυμαστά ώστε οι άμετρες αξιώσεις της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης να εξαναγκαστούν σε οπισθοχώρηση, περιοριζόμενες σε μια δευτερεύουσα και περιθωριακή θέση στη ζωή των ανθρώπων"

Theodore Roszak "Η  γέννηση της αντί-κουλτούρας" (Εκδ. Futura)

Η αντικουλτούρα που γεννήθηκε αμέσως μετά τον B'  Παγκόσμιο Πόλεμο περνώντας μέσα από διάφορα στάδια εξέλιξης και με διαφορετικές διαδικασίες σε κάθε μορφή τέχνης, βρήκε την κορύφωση της στη δεκαετία του '60 και, μέσω της παντελώς υποκειμενικής μου γνώσης, στην τριετία που αναφέρει ο τίτλος. Οι αριθμοί και ο τρόπος που διαχωρίζουν και κατατέμνουν την καθημερινότητα των ζωών μας αποτελούν μια απλή καταγραφή για τη μνήμη. Τίποτα παραπάνω. Δεν είναι γεγονότα από μόνοι τους. Επιθυμώ να θυμηθώ κάποια σημαντικά απομεινάρια της αντίκουλτούρας στις τέχνες μέσα σε αυτή την τριετία.





Είναι αρκετά σαφές πλέον πως οι mainstream αφηγήσεις πάσχουν μέσα στα απλοϊκά σχήματα που δημιουργούν.  Πίσω από την ηθελημένη τροπή των πραγμάτων προς μία κατεύθυνση πνίγονται στις αντιφάσεις και τις ευκολίες τους και γίνονται διάτρητες σε κάθε είδους εμπεριστατωμένη κριτική.
Φέρνω στο μυαλό μου όλο το μύθο που χτίστηκε πίσω από τη φράση swinging London και τις τυποποιημένες εικόνες των κόκκινων λεωφορείων, της Twiggy, των parties και των μεσήλικων λονδρέζων που κυκλοφορούσαν ως εμφανισιακά alter ego του Χίτσκοκ στις ταινίες του. Πίσω από αυτή τη ρηχή χαζοεικόνα κρύβεται μια μεγαλούπολη (η πρώτη της σύγχρονης ευρωπαϊκής εποχής) στην ίδια διαρκή καλλιτεχνική αναζήτηση των πρωτοποριών όπως το ανεστραμμένο είδωλο της από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, η Νέα Υόρκη. Κρύβεται η γεμάτη εντάσεις διαπάλη του κλασσικού βρετανικού συντηρητισμού με τη νεολαία που βγαίνει στους δρόμους, δημιουργεί και εξεγείρεται. Κρύβεται η καρδιά μιας πόλη που  (ακόμη και τώρα) αποτελεί σταυροδρόμι πολιτισμών και ανταλλαγής ανθρώπινων εμπειριών. Πίσω από τις (υπαρκτές μεν) γραφικότητες για τα ναρκωτικά, τις κοντές φούστες και τα ξέφρενα πάρτι που έσφυζαν από δήθεν περσόνες (θυμάσαι το Πάρτυ με το ρεσιτάλ του ballbreaker Peter Sellers;), υπήρχαν πυρήνες αμφισβήτησης όπου μέσω του γραπτού λόγου, της πρόζας, της μουσικής, της εικόνας, του χορού και της ώσμωσης όλων των παραπάνω στους δρόμους, αμφισβητούσαν και εξεγείρονταν.
Μέσα (και μαζί) στα παραπάνω μου μοιάζει απόλυτα ταιριαστή η εικόνα του Μικελάντζελο Αντονιόνι στους ίδιους δρόμους. Ο Αντονιόνι αποτέλεσε-προσωπική γνώμη-τον περισσότερο διεθνή και λιγότερο ιταλό απ΄τους μεγάλους του ιταλικού νεορεαλισμού. Οι δυστοπικές ελεγείες του για τους προβληματισμούς, τα άγχη και τις αβαρίες του μισαλλόδοξου όντος που ονομάζουμε σύγχρονος άνθρωπος των μεγαλουπόλεων, θα μπορούσαν να έχουν γυριστεί με την ίδια ευκολία και εκτός της ιταλικής χερσονήσου. Η παρουσία του, εν έτι 1966, και τα γυρίσματα μιας ταινίας στο Λονδίνο μοιάζουν απόλυτα ταιριαστά κομμάτια ενός παζλ.
Υποθέτω πως αυτή η ταινία-εκτός Ιταλίας-θα αποτέλεσε ένα ρίσκο και ένα στοίχημα για τον ίδιο. Χωρίς να αποτελεί το απόλυτο αριστούργημα του, το τελικό αποτέλεσμα τον δικαίωσε. Είναι εντυπωσιακό το πόσο ο ίδιος φαίνεται να εντάσσεται στο κλίμα του μέρους που βρίσκεται και όχι να προσπαθεί να προκαλέσει το ανάποδο. Σημάδι έλλειψης ΄του κακώς εννοούμενου καλλιτεχνικού εγωισμού. Το Blow-up κινείται προς δύο κατευθύνσεις. Η μία και προφανής είναι να διηγηθεί μια ιστορία. Η δεύτερη βρίσκεται ακριβώς μέσα στο πλαίσιο στο οποίο έχω αναφερθεί ήδη σε προηγούμενα κείμενα της ίδιας σειράς: η αμφισβήτηση και η αντίδραση μαζί με την αθρόα διάθεση για παράθεση νέων λύσεων αποτελούν τον κοινό παρονομαστή από τον οποίο κανείς και καμιά δεν θέλει και δεν μπορεί να ξεφύγει. Μόνο που τα βέλη του Αντονιόνι στρέφονται προς περισσότερες από μία κατευθύνσεις.
Το ετερόκλητο πλήθος (διάφορες περσόνες τσίρκου, μπουφόνοι χαρακτήρες ) που διαδηλώνει εναντίον του πολέμου στην αρχή της ταινίας αποτελεί το μοναδικό ιταλικό στοιχείο της ταινίας. Η παρουσία τους, επίσης στο τέλος μοιάζει να βάζει τα όρια-κοινωνικά, ιδεολογικά, πολιτικά-μέσα στα οποία ο δημιουργός της επιτρέπει να κινηθεί. Στο ενδιάμεσο μια απλή ιστορία, όχι και τόσο καθημερινή βέβαια, μετατρέπεται σε μια κυνική κριτική του κόσμου της τέχνης και της αδιαφορίας που αυτός δείχνει απέναντι σε όσα συμβαίνουν γύρω του. Ο πρωταγωνιστής και ήρωας της ταινίας αναγκάζεται απ' όσα του συμβαίνουν να πάρει αποφάσεις με ξεκάθαρα ηθικό χαρακτήρα και να απομακρυνθεί με ταχύτητα από την τρυφηλότητα της καθημερινότητας του. Από την αφετηρία μιας βολικής πραγματικότητας φτάνει στο σημείο να αγγίζει ένα οργανωμένο έγκλημα με πολιτικές προεκτάσεις, ένα έγκλημα που προέρχεται από την ίδια τάξη ανθρώπων που είναι υπεύθυνη για τη δική του καλή ζωή.
 Στα δικά μου μάτια ο Αντονιόνι υιοθετεί τις αρχές του αγγλικού free cicema (άλλο ένα στοιχείο που συνηγορεί πως πλησιάζει τη δημιουργία του με καθαρά χέρια χωρίς έτοιμες λύσεις) για να φτιάξει μια ιστορία η οποία ίσως αντανακλά και το φόβο του ίδιου του δημιουργού να μιλήσει ξεκάθαρα και να κριτικάρει δείχνοντας με το δάχτυλο. Όχι. Η κριτική του αποτίθεται θαμμένη κάτω από πολλά στρώματα σινεφίλ εικόνων ενός βροχερού, σκληρού και απάνθρωπου Λονδίνου. Πετυχαίνει, όμως, να λειτουργήσει με τον τρόπο που κάθε σημαντική τέχνη με τις αιχμές της λειτουργεί. Υποδόρια μέσω άρρητων διαδρομών και ποιητικών πλάνων σου μεταδίδει την απουσία νοήματος που ενυπάρχει στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Πιθανότατα κάπου εκεί βρίσκεται και η έκρηξη που ο τίτλος της ταινίας υπονοεί.

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Murray Bookchin: Το λυκόφως έρχεται νωρίς




Το κείμενο The Twilight Comes Early  γράφτηκε το Νοέμβρη του 2004 και αποτελεί ένα από τα τελευταία κείμενα του Murray Bookchin.

"Το λυκόφως έρχεται νωρίς, όπως στο φθινόπωρο του χρόνου και το φθινόπωρο της ζωής. Κάθε μέρος του σώματος μου μου διακυρήσει την αιωνιότητα που πρέπει να έρθει σύντομα-οι αυξανόμενοι πόνοι της θανατηφόρας ασθένειας που έχει εποικίσει στο κορμί μου, η εξασθένιση των οργάνων μου, η απώλεια ενέργειας, η επιθυμία του θανάτου. Έτσι θα πρέπει να'ναι γι' αυτούς που πλησιάζουν το θάνατο. Δεν νοιώθω τίποτα πέρα από θλίψη γι' αυτούς που είναι ακόμη νέοι. Είναι τόσο θλιβερό ότι τα παιδιά μου θα πρέπει να αντιμετωπίσουν μια ζωή στειρότητας και φόβου.

Πέρασαν τρεις μήνες από τότε που επανεξελέγη ο Μπους. Η ιστορία απειλεί να γυρίσει πίσω μια εποχή! Αυτό που κρατούσε σε συνοχή τη ζωή μου ήταν ο σοσιαλισμός. Δεν ξέρω αν θα εμφανιστεί ποτέ μια κοινωνία που θα στηρίζεται στην κοινότητα, τη φροντίδα την αλληλεγγύη, που προπαντός θα στηρίζεται στο λόγο. Ο λόγος κατηύθυνε πάντα τις πεποιθήσεις και συχνά τις πράξεις μου. Τώρα η θέρμη μου σβήνει αν και οι πεποιθήσεις μου είναι πιο ισχυρές από ποτέ.

Αυτό ήταν το φως της ζωής μου, που με καθοδηγούσε και με πονούσε. Ο σοσιαλισμός ήταν το αστέρι που καθοδηγούσε τη ρότα των συλλογισμών μου, όσο και αν τελικά κατόρθωσε να διαψεύσει τις ελπίδες μου. Το να με γνωρίζεις σημαίνει να γνωρίζεις τις ορθολογικές ιδέες μου, όχι να γνωρίζεις τις χρονολογίες των βιολογικών γεγονότων, να διαβάζεις το βιβλίο της ζωής μου. Αυτές οι ορθολογικές ιδέες, καθεμιά διατεταγμένες διαλεκτικά σε ενεργές πραγματικότητες, διαμορφώνουν τον πυρήνα της ύστατης ύπαρξης μου. Όλα τα άλλα είναι αδυναμίες, άτακτες συνέχειες, συχνά απλά γεγονότα. Είναι από αυτή την κληρονομιά της ελευθερίας που η δική μου αίσθηση της συνέχειας διαμόρφωσε το διπλό έλικα της σκέψης μου, η οποία αλληλεπιδρά με την κληρονομιά της κυριαρχίας, καθώς η μία διαπλέκεται με την άλλη. Τα δύο μαζί αποτελούν το θώρακα της ύπαρξης μου, το ένα στηρίζεται στην παράδοση του άλλου, εξαντλείται στο άλλο, έως ότου η ελευθερία φτάσει στον πληρέστερο (αν και μη δυνάμενος να γνωρισθεί) δυνατό βαθμό, για τον εκάστοτε τόπο και χρόνο.

Δεν ξέρω αν υπάρχει ένα τέλος της ιστορίας, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ξέρω αν μπορεί ποτέ να υπάρξει. Ο λόγος με κάνει να πιστεύω ότι δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει. Αλλά δεν χρειάζεται αν πιστέψω ότι μπορεί να υπάρχει. Αυτό που θα πρέπει να συμβεί είναι η κληρονομιά της ελευθερίας-τόσο η προσωπική όσο και η κοινωνική-να εξαπλωθεί αργά ως ένα σημείο, στο οποίο, διαμέσου της αλληλεπίδρασης θα απορροφήσει την κληρονομιά της κυριαρχίας. Αυτές οι δύο τελικά θα γίνουν μία, με την έννοια ότι η κυριαρχία θα καταστεί άνευ νοήματος. Θα γίνει πολύ ανορθολογική για να μπορεί να προτάξει οποιονδήποτε ισχυρισμό εναντίον της ελευθερίας.

Αναγνωρίζω όμως ότι αυτό είναι το ρομαντικό στοιχείο που κατοικεί μέσα μου, ως η δική μου αρχή της ελπίδας. Όπως τα οικονομικά θα πρέπει να γίνουν μια ηθική σε μια ορθολογική κοινωνία (η οποία είναι η κοινωνία που θα ήθελα να δω να παίρνει σάρκα και οστά), έτσι δίνω στο ρομαντικό στοιχείο μια μόνιμη θέση στα ανθρώπινα ζητήματα. Αν ζεις χωρίς κοινωνικό ρομάντζο, είναι σαν να βλέπεις χωρίς χρώματα. Φαντάσου πως θα ήταν μια ασπρόμαυρη ζωή , χωρίς να είσαι ικανός να ακούς τη μουσική. Βήμα με βήμα οι δυνατότητες μας μετατράπηκαν σε ένα οργανωμένο ήχο, όπως η ακοή, και γεννήθηκε η Μασσαλιώτιδα."

(Όπως δημοσιεύεται στο 16ο τεύχος της Ευτοπίας)

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

John Coltrane 90 χρόνια




Όσο το σώμα σου έφθινε, το πνεύμα σου γινόταν περισσότερο λαμπερό και μας έλουσε όλους.Όταν το σώμα σου έσβησε, το φως σου ήταν δυνατότερο από ποτέ.
Για πάντα.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Το επίδικο ενός ντουέτου: Marshall Allen - Lou Grassi

"Η εξέλιξη της Τέχνης σε μη αντικειμενική τέχνη, μινιμαλιστική τέχνη, αντιτέχνη, ήταν μια οδός προς την απελευθέρωση του Υποκειμένου. Στη θέση της αποδοχής και της εξιδανίκευσης, του εξωραϊσμού του υπάρχοντος κόσμου, αυτή η οδός προετοίμαζε το Υποκείμενο για έναν καινούριο κόσμο αντικειμένων, ελευθερώνοντας το νου και το σώμα προς μια καινούργια αισθητικότητα και ευαισθησία που δεν μπορούν πλέον να ανέχονται μια ακρωτηριασμένη εμπειρία και μια ακρωτηριασμένη αισθητικότητα.
Το επόμενο βήμα προς τη ζωντανή τέχνη (μια contradictio inadjecto;) την Τέχνη σε κίνηση, την τέχνη ως κίνηση. Στη δική της εσωτερική ανάπτυξη, στο αγώνα ενάντια στις δικές της ψευδαισθήσεις, η Τέχνη συμμετέχει στον αγώνα ενάντια στις δυνάμεις που υπάρχουν, πνευματικές και φυσικές, στον αγώνα ενάντια στην κυριαρχία και την απώθηση-με άλλα λόγια χάρις στη δική της εσωτερική δυναμική, η Τέχνη γίνεται μια πολιτική δύναμη. Η Τέχνη αρνείται να υπάρχει για το μουσείο και το μαυσωλείο, για τις εκθέσεις της ανύπαρκτης πλέον αριστοκρατίας, για τη σχόλη της ψυχής και την εξύψωση των μαζών-επιθυμεί να είναι πραγματική.
Σήμερα, η Τέχνη προσχωρεί στις δυνάμεις της εξέγερσης μόνο καθ' όσον είναι απόεξιδανικευμένη: μια ζωντανή Μορφή που δίνει λόγο εικόνα και ήχο στο Άρρητο, στο ψεύδος και στην απογύμνωση του, στη φρίκη και την απελευθέρωση από αυτήν, στο σώμα και στην αισθητικότητα του ως την πηγή και τον τύπο κάθε αισθητικής, ως τον τύπο της ψυχής και της καλλιέργειας της, ως την πρώτη ενόραση των πνευμάτων, Geist."

Χέρμπερτ Μαρκούζε ( από διάλεξη του στα 1969, δημοσίευση και μετάφραση Πανοπτικόν, τ. 14)







Μιλώντας και γράφοντας για ένα ντουέτο σαξοφώνου και κρουστών, για τη μινιμαλιστική του απόδοση, για το πως (κατά τη γνώμη μου) ένα πνευστό όργανο-καθαρά ηχητικά- συμπληρώνει το ηχητικό εύρος των κρουστών. για την προφανή και πρακτική ευκολία συννενόησης ( σωματικής  και πνευματικής) δύο ανθρώπων από τους πολλούς περισσότερους. Αυτή η διάδραση του πυρήνα της ανθρώπινης κοινωνικότητας, της σύζευξης δύο ανθρώπων ανεξαρτήτως φύλου δηλαδή, προσιδιάζει με τον πιο έντονο τρόπο την ατομική, χωρίς κανόνες, ελεύθερη έκφραση.
Είχα διαβάσει κάποτε, στο οπισθόφυλλο δίσκου των Make-Up, ένα κείμενο του τραγουδιστή τους, Ian Svenonius, για το πως η μουσική βιομηχανία μεθόδευσε τη μείωση των ανθρώπων (κύρια των καλλιτεχνών δηλαδή) που απασχολούνται στους κόλπους της, πλασάροντας αυτή τη βίαιη μείωση κόστους για το προϊόν ως καλλιτεχνική επιλογή. Διφορούμενη γνώμη. Από καλλιτεχνική σκοπιά ίσως αυτό το get together δύο ανθρώπων, για να ξαναγυρίσω στο προκείμενο αυτού του κομματιού, να καταργεί τη δυναμική επαγγελματισμού και ακαδημαϊσμού που τείνει να κυριαρχεί στις ορχήστρες και στις μεγάλες ομάδες μουσικών γενικά. Να το πω και πιο απλά, θεωρώ σαφώς πιο εύκολο να σβήσουν από μέσα στους όλα τα πνευματικά προαποφασισμένα δύο άνθρωποι παρά πολλοί περισσότεροι.
Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο είναι δυνατόν πολύ εύκολα να αναπτυχθεί μια έντονη πνευματικότητα (spirituality αγγλιστί) μεταξύ δύο ανθρώπων που επιθυμούν να μιλήσουν την ίδια γλώσσα ή που, αντιστρέφοντας την παραβολή της Βαβέλ, να αφήσει ο ένας τον άλλο να εκφραστεί στη δική του, γνώριμη μόνο στον ίδιο γλώσσα και στη συνέχεια αυτές να αφεθούν σε μια κοινή πορεία. Η ελευθεριότητα του ντουέτου για το οποίο γράφω, του κάθε ντουέτου με τα παραπάνω στοιχεία, πιστεύω πως ξεπερνά, κατά πολύ την ταμπέλα free jazz.
Μιλάμε για μια ένωση που επιτυγχάνει να απελευθερώσει και τους δύο μουσικούς και συνάμα, μέσω του μεταξύ τους κλίματος, να γεννήσει κάτι νέο,εξυψωμένο και υπερβατικό. Στα liner notes του cd διαβάζουμε: 'to get into that spiritual zone and stay there for an hour or two". Ζούμε όλοι μας μια αποπνικτική καθημερινότητα, μια κανονικότητα συχνά και εντελώς χυδαία. Και τι  δεν θα έδινες για αυτή την, έστω, μία ώρα όπου όλα θα άλλαζαν; Πολλά νομίζω.
Οι δύο καλλιτέχνες εν προκειμένω δεν αποτελούν τυχαίες ποσότητες στον από τα 60's ever expanding χώρο που κάποτε απλά ονομάζαμε τζαζ. Ειδικά ο Marsall Allen,ξεχωριστό μέλος της groundbreaking  μπάντας του Sun-Ra και κατ'ουσίαν αρχηγός (αλλά όχι με την ιεραρχική έννοια του όρου) της τωρινής μορφής της Sun-Ra Arkestra μοιάζει ο καθ' ύλην αρμόδιος να εκφράσει καλλιτεχνικά τον όρο ελεύθερη έκφραση στη μουσική. Με τα  πάνω και τα κάτω του το πράττει χρόνια τώρα.
Οι δύο καλλιτέχνες προσπαθώντας σε χαμηλούς τόνους να συνομιλήσουν, καταφέρνουν να ενταχθούν-και μόνο με αυτή την ηχογράφηση-στο πάνθεον των σπουδαίων ντουέτων της free jazz και του αυτοσχεδιασμού, ντουέτων που μας έχουν χαρίσει στιγμές απόλυτης υπέρβασης. John Coltrane και Rashied Ali, Brotzmann/Bennink, Evan Parker/Paul Lytton, περισσότερο πρόσφατα Paul Flaherty και Chris Corsano αλλά και κάμποσα ακόμη. Με τον τρόπο τους, δηλαδή με την ταύτιση τους με τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούν ως μέσα, πετυχαίνουν αυτό για το οποίο ο Μαρκούζε μιλά: γίνονται μέρος της τέχνης της Εξέγερσης η οποία αν και ποτέ δεν θα το δηλώσει φωναχτά, ούτε και θα το κάνει σαφές τόσο εύκολα, χώνεται βαθιά μέσα σου σε αυτό το Άρρητο ώστε όταν επωαστεί-και ο χρόνος της επώασης είναι αποκλειστικά δικός σου-να σε οδηγήσει στη συνολική απελευθέρωση. Έστω  να σε σπρώξει λίγο παραπέρα προς αυτή.
Όντας η  συγκεκριμένη ηχογράφηση χρονικά συγγενεύουσα με τα γεγονότα στους δίδυμους πύργους, αποκτά και ένα έξτρα στοιχείο, αρκετά εμφανές νομίζω πέρα από τη θλίψη, και αυόο είναι η απόγνωση για τον παραλογισμό ενός, δήθεν πολιτισμένου κόσμου. Παραμένοντας στο προκείμενο, τους ήχους που παράγονται σε αυτό το cd και την προσπάθεια που αυτό περιέχει αυτοί να μεταλλαχθούν σε κάτι διαφορετικό και παραπάνω, συνειδητοποιείς  το φανατισμό με τον οποίο οι δύο καλλιτέχνες επιλέγουν να κολυμπήσουν στα αχαρτογράφητα νερά τους πηγαίου αυτοσχεδιασμού. Δεν υπάρχει πρότερη συννενόηση, ούτε και προετοιμασία, καμία καταφυγή σε standards ή οποιαδήποτε άλλη ευκολία. Η δυναμική του ντουέτου, όπως μόνο τα δικά του χαρακτηριστικά-που ελπίζω να έκανα σαφή πιο πάνω-μπορούν να εκφράσουν αγγίζει, διατρέχει την ελευθεριακή παράδοση της σε κάθε πεδίο αυτό-οργανωμένης έκφρασης χωρίς προαπαιτούμενα. Έχω πολλές αμφιβολίες, πλέον, αν περισσότεροι από δύο άνθρωποι μπορούν να το πετύχουν αυτό. όχι μόνο στο πεδίο της τέχνης.
Την ίδια στιγμή είναι διατιθεμένοι να πάρουν και το ρίσκο και μην περιμένεις ποτέ να το παραδεχθούν. Το ρίσκο της αποτυχίας, της αποδοκιμασίας, της προσωπικής απογοήτευσης για κάτι που δεν πήγε καλά. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως για αυτούς τους δύο αυτή είναι η δουλειά τους, ο τρόπος που περιμένουν να ζήσουν, Μόνο αν θυμάσαι αυτό, τους τοποθετείς σε ίση βάση και όχι στο βάθρο μιας καλλιτεχνικής ανωτερότητας και, παράλληλα, αντιλαμβάνεσαι τη σπουδαιότητα (και σε επίπεδο παραδείγματος) της πράξης.
Οι δυναμικές, οι ευκολίες, και οι δυνατότητες ενός ντουέτου, έτσι όπως τις βλέπουμε στο Live at Guelph Festival, και όπως τις έχουμε αναγνώσει σε σπουδαία ντουέτα του παρελθόντος και του παρόντος αποτελούν μια παγιωμένη πραγματικότητα.Ένα δίδυμο ντραμς και σαξοφώνου είναι σε θέση να σε απογειώσει ακόμα και με αρκετά ανώμαλο και σκληρό τρόπο. Είναι αναγκαίο, όμως, γιατί η μάχη απέναντι στις αρνητικές δυνάμεις, κατά Μαρκούζε, αυτού του κόσμου θα είναι ακόμη πιο σκληρή.
Αυτή η δυναμική που διαβλέπω και σε αυτό το δίδυμο, καναλιζάρει τις προσωπικές οπτασίες των δύο καλλιτεχνών σε μια κοινή συνισταμένη ριζοσπαστικότητας με μυριάδες παρακλαδια΄. Γιατί μπορεί να το κάνει.



Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Το δικό μου παρελθόν μέσα από μια ηλεκτρονική όπερα του Yiannis Kyriakides για τη διαιρεμένη Κύπρο





Η δεύτερη και τελευταία ως τώρα φορά που βρέθηκα στην Κύπρο ήταν το καλοκαίρι-Αύγουστος με την υγρασία και τη ζέστη του νησιού στα ύψη-του 1994. Μπαίνοντας στη εφηβεία, την κατεξοχήν δύσκολη εποχή,  ένας θάνατος ανακάτεψε βίαια τον εσωτερικό μου κόσμο, φέρνοντας με, για πρώτη φορά, σε επαφή με την δύσκολη πραγματικότητα των ενήλικων. Οι γονείς μου κάνοντας το μοναδικό πράγμα που ήξεραν να πράττουν, όντας ανίκανοι να διαχειριστούν ένα πλάσμα τελείως διαφορετικό απ' αυτούς, με έστειλαν στους συγγενείς μας, στο νησί του-τότε για 'μένα- Δεν Ξεχνώ.

΄Ηταν κάτι που το έκαναν, ως ανακλαστική κίνηση θα έλεγα, από αρκετά μικρή ηλικία και μέσα από την αγριότητα του έμαθα να δένομαι με κάποιους άλλους ανθρώπους, τόπους και καταστάσεις. Δεν τους κατηγορώ, δεν με τιμωρούσαν, αυτός ήταν ο τρόπος τους να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Παράλληλα με δυνάμωσε κάνοντας με απρόσβλητο  στην αναγκαιότητα της συναισθηματικής παρουσίας των γονιών στο μικροαστικό προστατευτικό περιβάλλον που μεγαλώσαμε πολλοί από εμάς. Θα τους ευχαριστώ για αυτή την αθέλητη βοήθεια.

Η Κύπρος τότε, υποθέτω, ήταν αρκετά διαφορετική από το σήμερα. Η αφόρητη ζέστη έκανε τα κλιματιστικά απαραίτητα και μέσα στο αυτοκίνητο, γεγονός πρωτόγνωρο για το ελληνάκι των μέσων της δεκαετίας του '90. Τα πράγματα, βέβαια, στο νησί έμοιαζαν και ήταν αρκετά πιο σκληρά, κάνοντας τη σημερινή κατάσταση της διαίρεσης να μοιάζει νηπιαγωγείο. Μην το γελάς. Μιλάμε για την εποχή πριν ακόμη απ΄τα γεγονότα που οδήγησαν στις δολοφονίες των Σολωμού και Ισαάκ. Στη νεκρή ζώνη της Λευκωσίας κοιτούσες σχεδόν με τρόμο από την άλλη πλευρά. Συνειδητοποιώ πως αυτός ο φόβος ήταν σαφέστατα καλλιεργημένος. Η ένταση, όμως, ήταν υπαρκτή και είχε βάσιμες αιτίες. Είναι η κοντινότερη προσομοίωση μιας κοινωνίας με πληγές που χάσκουν θεόρατες που έχω ζήσει. Ήταν δυνατό, σε έπιανε από το λαιμό και σου δυσκόλευε την αναπνοή.

Κοιτώ πίσω τις φωτό από τότε και συνειδητοποιώ πως βλέπω ένα θλιμμένο παιδί. Ασορτί με το κλίμα που συνάντησα. Οι δικοί μου εκεί-πιο κοντινοί αλλά και πιο μακρινοί-ίσως σε 'μένα να αναγνώρισαν υποσυνείδητα τη δική τους θλίψη. Ήταν όλοι τους πρόσφυγες που έφυγαν άρον-άρον παίρνοντας τα απαραίτητα. Δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ τον δικό τους κοινό παρονομαστή: κάποιοι τους έκλεψαν τις αναμνήσεις, το παρελθόν τους και ταυτόχρονα τους βασάνιζαν, όντας δίπλα γεωγραφικά, να μην μπορούν να το αγγίξουν ξανά. Ελπίζω, τώρα που έχουν αλλάξει πολλά στο νησί, οι ίδιοι άνθρωποι να βλέπουν ότι έζησαν σε αυτούς που τα βιώνουν τώρα.

Με αγκάλιασαν και αποτέλεσαν την καλύτερη παρηγοριά. Μάλλον και εγώ το ίδιο ήμουν για αυτούς, βγάζοντας τους έξω από την κανονικότητα τους. Η συνεχώς ίδια και μονότονη ερώτηση "ποια είναι πιο ωραία η Ελλάδα ή η Κύπρος" φανέρωνε, κατάλαβα μετά, την αγωνία τους να μην ξεχάσουν και να μην τα αφήσουν πίσω τους. Το αν το έκαναν αργότερα δεν θα το σχολιάσω, προσπαθώ να μην γενικεύω. Ακόμη θυμάμαι (πως να τα ξεχάσω;) τα κομβόι των αυτοκινήτων με τα οποία γυρίσαμε ολόκληρο το "ελεύθερο" όπως το λέγαμε κομμάτι του νησιού. Και που  δεν με πήγαν. Τον καιρό ακόμη που οι ματιές τους έκαιγαν και που η λέξη πρόσφυγας στην ελληνική γλώσσα είχε το βάρος που της αξίζει. Και το πράσινο του Τρόοδος. Και η τρομακτική και άδεια Άμμοχωστος σαν στοιχειωμένο βασίλειο. Και το ζεστό κυπριακό ψωμί το πρωί, το πιο νόστιμο που έχω δοκιμάσει.

Με τη μουσική, για κάθε είδους ακρόαση, του Γιάννη Κυριακίδη βρίσκομαι εδώ και χρόνια μέσα σε μια ερωτική σχέση  συνδιαλλαγής. Με το έργο του ενισχύει την, χαμηλής έντασης, πολεμική που αναπτύσσω σε αυτό εδώ το μπλογκ για το πόσο λογικό και αναμενόμενο είναι ένας καλλιτέχνης να καταπιάνεται με ζητήματα και προβληματικές στις οποίες, με οποιοδήποτε τρόπο βρίσκεται κοντά, τις βιώνει και τον ορίζουν. Η ματιά του είναι αυτή του καλλιτέχνη που ενώ από τη μία επιλέγει σαφέστατα να τονίσει το θέμα του και το ίδιο το θέμα του γειώνεται απόλυτα μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, από την άλλη δεν κάνει επουδενί στρατευμένη τέχνη. Οι θεματικές του έχουν ξεκάθαρα πολιτικό πρόσημο. Από το Buffer Zone για την Κύπρο (και αφορμή αυτού εδώ του κειμένου) μέχρι και το Wordless για τη μετανάστευση γεμίζει την οπτική σου με συμβολισμούς που εμπεριέχουν πολιτικές αιχμές αλλά δεν ορίζονται μονοσήμαντα. Το ίδιο ακριβώς κάνει ασχολούμενος με την αναδόμηση παρελθόντων ριζοσπαστικών ήχων όπως στο, εύγλωττο ως προς το αντικείμενο του, Rebetika, ξενίζοντας όσους περιμένουν κάτι πιο ξεκάθαρο και προσκολλημένο σε ένα περασμένο ένδοξο παρελθόν θα πρόσθετα.

Στο  Buffer Zone ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ο αφηγητής-στρατιώτης των Ηνωμένων Εθνών. Με τον επίσημο και αυστηρό λόγο εκφοράς των λέξεων, προσομοιώνοντας τον επίσημο πολιτικό λόγο στην Κύπρο (κατάλοιπο  της αγγλικής κατοχής να υποθέσω), πλημμυρίζεις και πνίγεσαι από την ψυχρότητα της περιγραφής και την απλή καταγραφή. Η αντίθεση της με την πραγματικότητα της προσφυγιάς, τις κοινωνικές μα και προσωπικές της επιπτώσεις στους ανθρώπους, καταφανής. Τα ηλεκτρονικά του ίδιου του Κυριακίδη, με ηχητικές πηγές την ίδια τη νεκρή ζώνη, ζωντανεύουν ξανά έναν χώρο που από την πολυπλοκότητα της καθημερινής κοινωνικής ζωής πέρασε στον πάγωμα του χρόνου, σε έναν μόνιμο θάνατο. Τα φωνητικά αυτής της μικρής όπερας θα μπορούσαν να είναι οι κραυγές, συχνά άηχες, όλων όσων μέσα στα χρόνια φώναξαν και πάλεψαν να σταματήσει η κατοχή μα, κυρίως, να έλθει επιτέλους η συμφιλίωση και να πέσουν τα τείχη. Τα συνοδευτικά περάσματα από το πιάνο και το τσέλο μου προκαλούν την ίδια φόρτιση όπως τότε, όταν σε μια βόλτα με το αμάξι στα όρια της πράσινης γραμμής φάνηκε το χωριό τους και τότε άνοιξε από μέσα τους μια καταιγίδα συγκίνησης ή οποία με τύλιξε και από τότε ποτέ δεν κατάφερα να ξεχάσω. Ούτε και θέλω.

Τα έργα του, κάτοικου Άμστερνταμ εδώ και πολλά χρόνια, Γιάννη Κυριακίδη διαθέτουν την προσβασιμότητα και την πολλαπλότητα των αναγνώσεων ενός έργου σε διαρκή πρόοδο. Δεν μοιάζουν ποτέ στάσιμα, δεν προσφέρουν μόνο μία αλήθεια, μία διήγηση, μία πραγματικότητα. Επεξεργάζονται πολλές σημασίες, τις εμπεριέχουν. Κάπως σαν το ίδιο το νησί. Μακάρι να το καταλαβαίνουν αυτό καλύτερα εκεί.


Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

Φτάνοντας στον πυρήνα της τέχνης του πειραματισμού





Καθώς προχωράμε δυναμικά (ή και ασθμαίνοντας, όπως το δει κανείς) μέσα στον 21ο αιώνα, πολλές έννοιες της μουσικής μοιάζουν, πλέον, μπετόν αρμέ. Εύκολα αναγνώσιμες και δύσκολα διαφοροποιήσιμες, τόσο για τους λίγους μυημένους αλλά και για τους πολλούς.
Η λέξη πειραματισμός-ως έννοια τόσο λοιδωρημένη όσο λίγες-λειτούργησε  σε πολλαπλά επίπεδα μέσα στους καλλιτεχνικούς μικρόκοσμους. Από δικαιολογία ακατανόητου ελιτισμού μέχρι συνώνυμος της έντονης αγωνίας για διαφοροποίηση. Σίγουρα, πάντως, δεν σημαίνει, ούτε και εγκολπώνει τα ίδια με ότι πριν από μερικές δεκαετίες. Όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο διένυσε μια μακρά ηδονική όσο και αμφισβητήσιμη πορεία μέσα στο χρόνο.
Φτάνοντας στο σήμερα και στους πολλαπλούς υπάρχοντες ορισμούς για τον πειραματισμό στις τέχνες, έχω επιλέξει, τουλάχιστον στη μουσική, να προσπαθώ να συμπλέω με τις μπόλικες απαιτήσεις που έχει αυτός από 'μένα: ως ακροατή, δέκτη αλλά και σκεπτόμενο υποκείμενο.
Με έχει πείσει. Και για την αναγκαιότητα του αλλά και για την τωρινή ισχυρή παρουσία του. Η προσπάθεια μου να ακούω με διαφορετικά αυτιά δεν είναι αυθύπαρκτη, αλλά συμβαδίζει και ορίζεται από την αγωνία μου να αλλάζω, να μαθαίνω και να ακούω, να προσαρμόζομαι ελεύθερα ως αυτόβουλος. Να αντιμετωπίζω κάθε νέα κατάσταση χωρίς προ-αποφασισμένες αντιλήψεις. Με τον ίδιο τρόπο αλλά και για τον ίδιο σκοπό (βάλε εδώ και την έννοια της ελεύθερης έκφρασης) ένας από τους ορισμούς που επικρατεί πια στο γίγνεσθαι των gognocenti  είναι η πρόκληση μιας εντελώς νέας ηχητικής  εμπειρίας από ήδη γνωστές και μετρήσιμες ηχητικές πηγές. Προσπαθώντας δηλαδή να σκαρώσεις νέες ακουστικές εμπειρίες από κατασκευές (λέγε τα μουσικά όργανα, με ηλεκτρισμό ή χωρίς) θεωρητικά πεπερασμένων δυνατοτήτων εδώ και πολλά χρόνια.

Μόλις μπαίνει στην κουβέντα και το εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα διαλυμένο, ντουέτο των Brian Sullivan και Nate Nelson, οι Mouthus. Τα όργανα με τα οποία επίσημα και στα διάφορα gigs παρουσιάζονταν ήταν η ηλεκτρική κιθάρα και τα ντραμς. Φυσικά ο ηλεκτρισμός έδωσε τη δυνατότητα να εκδημοκρατιστεί σημαντικά ο κόσμος της μουσικής και μαζί με τους ακροατές να γίνει προσπελάσιμος και σε πολύ μεγαλύτερο εύρος ανθρώπων. Ανθρώπων που επιθυμούσαν να εκφραστούν διαφορετικά. Η αφορμή για όλες τις παραπάνω γραμμές αποτελεί το Loam, μία από τις λιγότερο γνωστές ηχογραφήσεις του ντουέτου. Οι Mouthus για μια πενταετία περίπου κινήθηκαν με άνεση στις γκρίζες ζώνες που χωρίζουν, ή ακόμη καλύτερα ενώνουν, το ροκ, το noise και τον πειραματισμό.
Σε αυτήν εδώ την κυκλοφορία τους καταφέρνουν κάτι για το οποίο υπάρχει ένας και μοναδικός λόγος να δυσπιστώ και αυτός είναι η χρονική μου απόσταση από την ηχογράφηση. Πιστεύω πως καθετί στην τέχνη το κρίνεις, πρώτα και κύρια, όταν συμβαίνει. Μετά το αγγίζεις μόνο ως ανάμνηση ως κάτι που έζησες, διαφορετικά, δεν μπορεί, κάτι θα χαθεί στην πορεία. Αρκετά απόλυτο, το καταλαβαίνω, αλλά μέσα στη θάλασσα υποκειμενικότητας που αποτελούν οι απόψεις του καθενός από εμάς, προσπαθώ να βρίσκω λιμανάκια αντικειμενικότητας.Βάζοντας τη δυσπιστία μου στην άκρη (αφού εκεί το πήγαινα, δεν το περίμενες;) το Loam, άθελα ή ηθελημένα δεν γνωρίζω, πετυχαίνει απόλυτα να φτάσει στον πυρήνα της ύπαρξης ενός μουσικού έργου τέχνης το οποίο θέλει να αποτελεί μια πρόκληση και για τον δημιουργό του αλλά και για τον ακροατή. Οι ήχοι από τα δύο βασικά όργανα μπλέκονται και συμπλέκονται σκαλίζοντας με τη λεπτολογική ματιά ενός γλύπτη έναν ενιαίο ήχο που αποτελεί ταυτόχρονα μια σπουδή στην noise ψυχεδέλεια και ένα ρυθμικό όργιο ειδωμένα και τα δύο μέσα από ένα πρίσμα διάθεσης για πειραματισμό και εξώθησης των δυνατοτήτων των οργάνων στα όρια τους.
Η επιλογή τα τραγούδια του βινυλίου να παίζουν αποκλειστικά στις 45 στροφές επιβεβαιώνει την υποψία που στροβιλίζει το μυαλό σου καθώς το ακούς. Το Loam μπορεί να ακούγεται και ως μια χορευτική προσπάθεια, σίγουρα προκαλεί το σώμα σου-και το μυαλό σου-να κουνηθεί στους κομματιασμένους ρυθμούς του. Με ενθουσιάζει η πρόκληση όλο αυτό να μην είναι απλά αποτέλεσμα χρήσης του ρυθμού στα κρουστά αλλά μια συνειδητή επιλογή αντιμετώπισης και της κιθάρας ως μέσο ρυθμολογίας. Αθροίζοντας τις όμορφες ανωμαλίες αυτού του σπουδαίου δίσκου, άλλη μια αποτελεί η κυκλοφορία του από την-αρκετά ροκ κατά τ'  άλλα- Ecstatic Peace του γνωστού σε όλους μας Θέρστονα. Με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται αυτό που μέσα στα χρόνια των Sonic Youth βιώναμε: πίσω από τη συχνή ποζεριά του Moore κρύβονταν στιγμές, εικόνες, λέξεις και ήχοι απαράμιλλης ευφυίας.
Αυτό ακριβώς είναι και το Loam. Το προϊόν μιας-μου αρέσει να το γράφω αυτό ενώ μιλάω για δύο ανθρώπους...-ευφυίας που όμως χρησιμοποιείται διαφορετικά με γνώμονα την ηθική. Γιατί η διαφοροποίηση προϋποθέτει την ηθική επιλογή της ανάγκης για ελεύθερη έκφραση. Μην το γελάς, δεν είναι καθόλου λίγο αυτό.

Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Αντικουλτούρα // 1966-68 Μέρος Πέμπτο : Thomas Pynchon

"Κύριο μέλημα της αντικουλτούρας είναι να εξαγγείλει έναν νέο ουρανό και μια νέα γη τόσο απέραντα, τόσο θαυμαστά ώστε οι άμετρες αξιώσεις της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης να εξαναγκαστούν σε οπισθοχώρηση, περιοριζόμενες σε μια δευτερεύουσα και περιθωριακή θέση στη ζωή των ανθρώπων"

Theodore Roszak "Η  γέννηση της αντί-κουλτούρας" (Εκδ. Futura)

Η αντικουλτούρα που γεννήθηκε αμέσως μετά τον B'  Παγκόσμιο Πόλεμο περνώντας μέσα από διάφορα στάδια εξέλιξης και με διαφορετικές διαδικασίες σε κάθε μορφή τέχνης, βρήκε την κορύφωση της στη δεκαετία του '60 και, μέσω της παντελώς υποκειμενικής μου γνώσης, στην τριετία που αναφέρει ο τίτλος. Οι αριθμοί και ο τρόπος που διαχωρίζουν και κατατέμνουν την καθημερινότητα των ζωών μας αποτελούν μια απλή καταγραφή για τη μνήμη. Τίποτα παραπάνω. Δεν είναι γεγονότα από μόνοι τους. Επιθυμώ να θυμηθώ κάποια σημαντικά απομεινάρια της αντίκουλτούρας στις τέχνες μέσα σε αυτή την τριετία.






Η δυσκολία στο να συμπεριλάβω σε αυτό το αποσπασματικό αφιέρωμα κειμένων, τόσο σπουδαίους λογοτέχνες (καλλιτέχνες εν γένει) είναι πως αυτή ακριβώς η σπουδαιότητα τους τείνει να υπερκαλύψει, να καπελώσει αν θες, την ίδια τη θεματική που θέλω να ορίσω. Πέντε χρόνια πριν από το 1966, έτος κυκλοφορίας του The crying lot of 49, έχει ήδη βγάλει το ντεμπούτο-αριστούργημα του, το V.,  ένα έργο που αμέσως τον τοποθέτησε στους μεγάλους της τέχνης του λόγου για μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Παράλληλα ο τρόπος γραφής και οι υπόρητες συνάφειες αυτής τοποθετούσαν το όνομα Πύνσον σε αυτούς που πρέσβευαν το κάτι διαφορετικό.
Σίγουρα, εάν η θεματική των μικρών κειμένων δεν περιοριζόταν χρονικά, το V. θα μπορούσε να είναι μέρος της. Άλλωστε η δυναμική της εποχής αποτελούσε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο δίπολο. Στον ένα πόλο θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε την αστείρευτη διάθεση των καλλιτεχνών να αμφισβητήσουν με κάθε τρόπο την υπάρχουσα τάξη και τα παράγωγα της. Στον άλλο ολόκληρο αυτό το κλίμα απείθειας το οποίο αποτελούσε τη μήτρα που γεννούσε περισσότερα έργα με τη φιλοδοξία της ανατροπής.
Φτάνοντας στο δεύτερο βιβλίο του και ενώ έχει κάνει σαφές με τον τρόπο που χειρίζεται ( ή, ίσως, καλύτερα που δεν χειρίζεται) τα media, πως δεν πρόκειται να παίξει απολύτως κανένα hype παιχνίδι, δημιουργεί άλλη μία ιστορία αποκαλυπτικής σάτιρας και μαύρου χιούμορ γεμάτη υπονοούμενα για το σήμερα. Με την άνεση ενός Μέλβιλ και ενός Ναμπόκοφ, στο πλάσιμο του κεντρικού του χαρακτήρα, η ηρωίδα του βρίσκεται αντιμέτωπη αλλά και μπλεγμένη μέσα σε έναν μυστηριώδη θρησκευτικού τύπου αλλά και έμπλεο με πολιτικές σημασίες οργανισμό καταστρέφοντας (οριστικά;) τη βαρετή καθημερινότητα της. Ίσως είναι η ίδια η καθημερινότητα της που προσπαθεί να την τοποθετήσει σε μια διαδικασία αναζήτησης και ερωτημάτων ακριβώς όπως η εποχή στην οποία το The crying lot of 49 ανήκει. Μια εποχή που ως άλλη μαύρη τρύπα ρουφάει τους καλλιτέχνες, υποχρεώνοντας τους (μέσα σε πολλά εισαγωγικά) να μιλούν για το τώρα, να το σχολιάζουν, να το απορρίπτουν και να αναδείξουν, με την εσωτερικότητα της τέχνης του λόγου, τα στραβά μιας κοινωνίας που από τότε βαδίζει το δρόμο του απολυταρχισμού.
Καθόλου τυχαία η ηρωίδα, η Oedipa Maas, μπλέκεται με έναν οργανισμό που ένας από τους σκοπούς του είναι να προσπερνά και να αποφεύγει το κρατικό σύστημα των ταχυδρομείων. Με τις, κάθε είδους, επικοινωνίες να αποτελούν ήδη μια κομβικής σημασίας πραγματικότητα-από τις κοινωνικές τους χρήσεις μέχρι την ελευθερία του λόγου-η ηρωίδα μπαίνει στη διαδικασία να κατανοήσει τη μαζική κλίμακα ελέγχου στην οποία υπόκεινται όλα τα παραπάνω. Αυτή η διαδικασία, μας εξηγεί ο Πύνσον χωρίς, φευ, να το λέει ποτέ φωναχτά, είναι η ίδια η Αμερική. Γιατί όπως έγραφε και ο Ερνέστο Σάμπατο, "Αυτή ήταν η πραγματική Αμερική για την τεράστια πλειοψηφία: αθλιότητα και δάκρυα, ταπείνωση και πόνος, νοσταλγία και όνειρα"
Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο παράνοιας, μια συνήθη πρακτική (αν μπορούμε να καταγράψουμε οποιουδήποτε τύπου μανιέρα στα αριστουργήματα του ίσως να ήταν η ανάγκη περιγραφής της ίδιας της Αμερικής) των ιστοριών του, η άρνηση της πραγματικότητας αποτελεί την τελική απάντηση του συγγραφέα απέναντι στην αποσβολωτική δύναμη της εξουσίας. Μια άρνηση, όμως, που και μέσα από την Oedipa, δεν είναι μια πράξη απόσυρσης και μοναχισμού αλλά μια πνευματική αντιπαράθεση εναλλακτικών (και όχι χίπικου τριπαρίσματος μια και ο ίδιος ήταν καυστικότατος απέναντι στο χιπισμό) γεμάτη εναλλακτικές επινοήσεις, χιούμορ, ειρωνεία, αγάπη και γνώσεων.
Μέσα στο, εύκρατο για τη διαφορετικότητα, κλίμα της εποχής ο Πύνσον προτάσσει άλλη μια ιστορία,-από τις πολλές που παράχθησαν τότε-και άλλη μία αντιηρωίδα που στέκεται απέναντι στη χυδαιότητα της εξουσίας και τους μυριάδες τρόπους που αυτή εκφράζεται.

Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Hüseyin Ertunç Trio: Free jazz από την Τουρκία

Husein Ertunc Trio - Musiki


Ακόμη και εμείς εδώ στην Ελλάδα, γεωγραφικά τοποθετημένοι δίπλα, συχνά αντιμετωπίζουμε όσα συμβαίνουν στην Τουρκία πίσω από τα προκάτ κουτάκια των σκέψεων μας. Καθόλου σπάνια, για να θυμηθώ λίγο τον Οριενταλισμό του Εντουάρντ Σαϊντ, θεωρώντας τη ως τη δική μας εγγύς Ανατολή-άρα και τυποποιημένη με συγκεκριμένους τρόπους.Άλλοτε-πάλι αυτή η εγγύτητα-με τη γνώση του αντικειμένου που μας δίνει αυτή και την εσφαλμένη συναίσθηση πως σε μια αχανή, πολυεθνική και κοινωνικά και πολιτικά διαταραγμένη χώρα-σταυροδρόμι συμβαίνουν όσα νομίζουμε εμείς πως είναι εφικτά και τίποτα παραπάνω, Το ίδιο ισχύει και για το κομμάτι της τέχνης, μέρος και αυτής μιας κοινωνικής πραγματικότητας που νομίζουμε και ελπίζουμε πως κατέχουμε.

Ο συγκεκριμένος δίσκος, αφορμή για να γράψω, ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε αρκετά χρόνια πριν, το 1974. Από τότε, σε συνάρτηση με τη μεγάλη του ποιότητα, παρέμεινε ως άκουσμα στους λίγους και τυχερούς που έφτασε στα πικάπ και τα αφτιά τους. Όλοι εμείς οι υπόλοιποι-ανάμεσα τους και εγώ-είχαμε μείνει στις, εν πολλοίς αποτυχημένες, προσπάθειες να τον αποκτήσουμε με σοβαρότερο εμπόδιο την σπανιότητα της συνάντησης με κάποια κόπια του και το πανάκριβο της τιμής της. Μιλάμε για τουλάχιστον διακόσια ευρώ. Ο κάθε είδους φετιχισμός πληρώνεται στον καπιταλισμό.

Η επανέκδοση του, δώρο για όποιον γουστάρει κάθε είδους αυτοσχεδιασμό, από την ιταλική Holidays Records αποδεικνύει για πολλοστή φορά πόσο δημοκρατικά μπορεί να λειτουργεί η ανεξάρτητη παραγωγή. Κάποιος-ο οποιοσδήποτε-αποφασίζει να βάλει το χέρι στην όχι γεμάτη τσέπη του και με μοναδικό κριτήριο την αγάπη του για ένα κομμάτι ξεχασμένης τέχνης, να το φέρει ξανά στην επιφάνεια, δίνοντας τη δυνατότητα σε πολλούς περισσότερους να το ακούσουν και να τους διαλύσει το μυαλό και την ψυχή με όλους τους δυνατούς τρόπους. Και όλα τα παραπάνω χωρίς τους χυδαίους υπολογισμούς κερδών αλλά και το πασπάλισμα με διάφορα, δήθεν έξτρα που περιλαμβάνουν οι επανεκδόσεις από τις μεγάλες εταιρίες. Και, φυσικά καταργεί τις κάθε είδους υπεραξίες που δημιουργούνται-παντελώς παραπλανητικά-στην αγορά του δίσκου.

Να το κάνω και πιο λιανά, εφόσον δεν έχω τον απόλυτο φετιχισμό της κατοχής μιας πρώτης έκδοσης, μπορώ να αποκτήσω αυτό το άλμπουμ με είκοσι ευρώ πλέον. Τόσο απλά. Από την άλλη, αυτό που θα ακούσεις βάζοντας στο πικάπ αυτό το βινύλιο, δεν είναι καθόλου απλό στην περιγραφή του. Ξαναγυρνώντας στις αρχικές σκέψεις, εντυπωσιάζομαι από τον τρόπο που ενώνεται μια ηχογράφηση που συνέβη στην Αμερική με την Ανατολή. Ο συνδετικός κρίκος είναι αναμφισβήτητα ο Husein Ertunc. O τρόπος που καταθέτει το ρυθμικό μέρος των κομματιών γεννούν μέσα μου ένα σωρό ιδέες για την περιγραφή του χωρίς να πέσω στην παγίδα της στείρας ακαδημαϊκής περιγραφής, μιας περιγραφής στην οποία στέκομαι αισθητικά και ιδεολογικά απέναντι μη έχοντας παράλληλα τις τεχνικές γνώσεις για να την ενισχύσω.

Τα κρουστά του δημιουργούν ένα πολυρυθμικό μουσικό χάλι πάνω στο οποίο χορεύουν και κινούνται με την ευκαμψία ενός δελφινιού που κάνει πιρουέτες τα πνευστά του Phil Musra και του Michael Cosmic. Ο συνεκτικός ιστός όλων είναι τα ντραμς, μόνο που αυτά, την ίδια στιγμή μοιάζουν να ακολουθούν ένα δικό τους δρόμο, παράλληλο αλλά μη τεμνόμενο με τα πνευστά. Γεμάτο φράσεις και υπονοούμενα κοσμικής μουσικής και ανατολίτικης-λέγε με και spiritual-φιλοσοφίας τα κρουστά καταλαμβάνουν το χώρο αλλά ταυτόχρονα δίνουν αρκετό ώστε τα πνευστά να συλλειτουργήσουν αυτοσχεδιαστικά μέσα από μελωδίες, φράσεις και κραυγές.

Είναι σαφές, σαφέστατο πως η δουλειά στους ρυθμούς σε εντυπωσιάζει τόσο που αδικείς τους άλλους δύο της παρέας. Γεγονός. Έχω μείνει τόσο έκθαμβος με αυτά όσο όταν άκουσα για πρώτη φορά το Sunny Murray στο  πρώτο τρίο του Albert Ayler και τον Rashied Ali όταν ο Coltrane τον προίκισε με απόλυτη εκφραστική ελευθερία. Παραμένοντας δύσθυμος απέναντι σε μουσικές που διακρίνονται για τη φανερή ή μη πνευματικότητα τους εδώ απλά παραδόθηκα με χαρά στο συναίσθημα της ηχογράφησης και την εσωτερικότητα της. Και, φυσικά στο παίξιμο του Husein Ertunc. Τα εκφραστικά μου μέσα εξαντλήθηκαν στην περιγραφή, νομίζω πως είναι καλύτερα να σταματήσω κάπου εδώ, πριν καταφύγω σε βερμπαλιστικές υπερβολές.