Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Σε ποιον "ανήκουν" οι δημόσιοι χώροι;




Αντιγράφω από το Γιάννης Σταυρακάκης - Γιάννης Σταφυλάκης (επιμ.), Το Πολιτικό Στη Σύγχρονη Τέχνη, (Εκδ. Εκκρεμές), σ.145-146.

Το 1991 οι New York Times κάνοντας δεκτό " Το δικαίωμα του κοινού να βάλει λουκέτο σε έναν δημόσιο χώρο", δημοσίευσαν ένα ρεπορτάζ για το θρίαμβο ενός δημόσιου χώρου - του Τζάκσον Παρκ, ενός μικροσκοπικού τριγώνου στο Γκρήνουιτς Βίλατζ, που είχε προηγουμένως περιπέσει σε αταξία. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα ένα αφιέρωμα με τίτλο "Ποιότητα ζωής στις πόλεις" της City Journal, ενός βήματος για νεοσυντηρητικούς διαννοούμενους της πολεοδομικής πολιτικής, ερχόταν να συμμεριστεί την επιδοκιμασία των Times και παραφούσκωνε ακόμη περισσότερο την μικροσκοπική πλατεία, κάνοντας την σύμβολο προόδου στον συνεχιζόμενο αγώνα για την αποκατάσταση του δημόσιου χώρου.Καθώς βρίσκεται σε μια πολυσύχναστη νησίδα, το Τζάκσον Παρκ περιβάλλεται από μονοκατοικίες και διαμερίσματα κατοίκων της μεσαίας και ανώτερης τάξης καθώς και από σημαντικό αριθμό "άστεγων" κατοίκων. Ύστερα από μια ανάπλαση του πάρκου αξίας 1,2 εκατ. δολαρίων, οι Φίλοι του Τζακσον Παρκ - μια ομάδα που οι Times συνεχώς εκλαμβάνουν και ως την "κοινότητα" και ως το "κοινό" - αποφάσισαν να κλειδώνουν τη νύχτα τις πύλες του πάρκου οι οποίες μόλις είχαν τοποθετηθεί. Η Διεύθυνση Δημοτικών Πάρκων λόγω της έλλειψης προσωπικού για τη φύλαξη του πάρκου, καλωσόρισε τη βοήθεια του "κοινού" για την προστασία του δημόσιου χώρου, μια περιφρούρηση την οποία εξίσωσε με την έξωση των αστέγων από τα πάρκα της πόλης. "Οι άνθρωποι που κρατούν τα κλειδιά", ανακοίνωσαν οι Times, "είναι αποφασισμένοι να διαφυλάξουν το πάρκο ως πάρκο".
'Ένας προδιαγραφόμενος δημόσιος χώρος, όπως μας λένε οι Times, περιφρουρείται από τους φυσικούς του ιδιοκτήτες - μια δήλωση που αντιστρέφει την πραγματική ακολουθία των πραγμάτων. Και αυτό γιατί μόνο με την προσφυγή σε ένα επιχείρημα πέραν κάθε συζήτησης - "ένα πάρκο είναι ένα πάρκο"- και έτσι με τον προκαταβολικό προσδιορισμό των νόμιμων χρήσεων του δημόσιου χώρου, ένα τέτοιο πάρκο γίνεται ιδιοκτησία ενός κατόχου - "των ανθρώπων που κρατούν τα κλειδιά". Όλο και περισσότερο οι συντηρητικοί πολεοδόμοι προωθούν τη μεταμόρφωση του δημόσιου χώρου σε ιδιόκτητο χώρο - την κατάληψη δημόσιου χώρου -  επικαλούμενοι την άποψη ότι οι δημόσιοι χώροι είναι συγκρουσιακά και όχι αρμονικά εδάφη, αρνούμενοι όμως τελικά την νομιμότητα των χωρικών ανταγωνισμών. Η City Journal, για παράδειγμα, εκθειάζοντας εν χορώ μαζί με τους Times "τη λύση για το Τζακσον Παρκ", σημειώνει ότι ενώ οι πολεοδόμοι αναλυτές συνήθως αγνοούν τέτοιου είδους προβλήματα, "αυτό που η κρίση των αστέγων έχει καταστήσει αναπόφευκτο είναι η σύγκρουση αξιών που εκδηλώνεται γύρω από διαμφισβητούμενους χώρους". Αμέσως μετά όμως απωθεί τη σύγκρουση, παριστάνοντας την απόφαση να κλειδωθεί το Τζακσον Παρκ ως "αναδιεκδίκηση" του δημόσιου χώρου "μας" από "ανεπιθύμητους". Η Journal περιγράφει τους ανταγωνισμούς για τους χώρος της πόλης ως έναν πόλεμο ανάμεσα σε δύο δυνάμεις απόλυτες και όχι πολιτικές: τους Φίλους του Τζακσον Παρκ, οι οποίοι έχουν συγκεραστεί με το "κοινό" και, με τη στήριξη της τοπικής πολιτείας αντιπροσωπεύουν τις ορθές χρήσεις που θα αποκαταστήσουν την αρχική αρμονία του δημόσιου χώρου, και τους εχθρούς του πάρκου - τους αστέγους που διαρρηγνύουν την αρμονία.

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Arrington de Dionyso, magick and music




A small interview about music, magic and transcendental artworks...

1. The initial reason for this is Psicolomagicolo, your duo with Nusch Werchowska on the Petit label. Through your droney sounds and the percussive nature of Werchowskas' piano you seem to transcend some kind of magic to the listener. Your thoughts on this?

Thank you, I'm happy you enjoy that recording. When I first met Nusch it seemed right away we had a very natural way of listening to each other and giving each enough space in the music to feel free and explore together. I think the Psicolomagicolo session was the first recording session we had together. We don't get to play very often because of course she lives in Rennes, France, and I live in the United States. So any time we have played together it's while I was on tour in Europe. We also played a nice festival in Cherbourg, France called "La Terra Trema", and maybe somewhere is a recording of the concert?


2. Do you believe in the non-verbal communication of this art called music? If yes, can you elaborate your visions on this? Would you describe your music as spiritual?

Yes of course music is spiritual...almost any music can be spiritual music is there is an intention behind it to make it spiritual music- but I also believe there are certain properties in taking certain approaches to the sounds that go further in creating that kind of "spiritual" impression- with microtones, certain kind of overtone approaches communicate that feeling. I don't want to make music that is just for people listening, it should also be pleasing to the spirits around us. 


3. When you record something new, or play live, do you feel eager (or restless maybe) to transcend feelings, thoughts or whatever else to the listener?

Music is like a vehicle, it can take you to another place. So it depends on the power of the music, on the clarity of the musician, where you decide to travel with it. If you're listening to my music, I suppose you are free to travel anywhere you want to go with it...but it's nice if you allow yourself to listen and feel transformed in some way. 


4. The way this world works (and is ruled by power) makes you feel that the magic of music is necessary for all of us? Do you think that all the above can be transformed to something more radical, even revolutionary?

I believe music can liberate the soul. When we feel like slaves, of capitalism or other systems of oppression holding us prisoner, yes I believe we can use music to find a place of freedom, even if our physical surroundings are still holding us. 

5. Your artworks (i'm a big fan of all of them) depicts images of sexual freedom, bright colours from the East, like Indonesia. Is all this a part of you? Do you feel those images (another non-verbal communication) are of need to the western world or do you think (while we are overpowered by images and information on the internet) they are normalised like a modern way of orientalism?

Bright colors just exist, they aren't from the East or the West. I love going to Indonesia for many reasons. Mostly I love being in a place where people believe in the power of music to communicate with spirits, where people believe in the magic of dragons all around in the forces of nature. Dragons are good for any world, we only live on one world, so the East or West doesn't matter. It's a way of understanding the technology of consciousness. I'm not really interested in "Orientalism" in that way at all. I'm interested in what makes us human no matter where we come from, what makes us feel connected to a sense of purpose and to a greater feeling of spiritual connection through visual imagination or musical imagination. I don't copy other cultures, I don't care about that at all. I enter into new situations and meet new people and I am open to discover what we might have in common, or where we might have a different perspective. I love making collaborations with Indonesian musicians because there is just a certain way of hearing the music that makes it really easy to find something exciting when we work together- a little bit inside an ancient tradition, but a little bit far away looking for something new at the same time .


6. Translating your images: demons are humans or humans are demonic?Maybe both even at the same time?

That is why I named one of my bands "Malaikat dan Singa": Angels and Lions. Inside every human there are angels and lions. 

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Οι πολλαπλές ταφές του Κώστα Ταχτσή



Θα ήθελα να σου πω για τον κύριο Χ. Δεν θα γράψω το όνομα του, δεν έχει σημασία άλλωστε. Ο κύριος Χ είναι γείτονας μου εδώ στη Κυψέλη. Έχει την ηλικία που θα είχε ο πατέρας μου αν ζούσε τώρα, κοντά στα 70. Αλλά δεν δείχνει τόσο, μοιάζει μεγαλύτερος. Εμείς οι κάτω των 40 (έστω πολύ κοντά σε αυτά...) ξεχάσαμε, ή και δεν ζήσαμε ποτέ στις ζωές μας, την όψη ανθρώπων παλαιότερων και πολύ πιο ταλαιπωρημένων γενεών. Θυμάμαι ως παιδάκι στο χωριό να βλέπω τους τότε πενηντάρηδες και πενηντάρες (για να μην πω και μικρότερες ηλικίες) ως παππούδες και όπως τους θυμάμαι τώρα να ομοιάζουν με τους σημερινούς που έχουν καβατζάρει τα 70. Τα σκαμμένα, κουρασμένα χαρακτηριστικά που παρατηρούμε και σοκαριζόμαστε σιωπηλά στα πρόσωπα των μεγαλύτερων σε ηλικία προσφύγων. Οι ταλαιπωρίες της ζωής χαράσσονται στα πρόσωπα και στα χέρια, έχουμε αρχίσει να το θυμόμαστε αυτό και πάλι. Ή να το βιώνουμε ξανά.

Δεν γνώρισα τον κύριο Χ ως έναν γείτονα. Τον έμαθα ως τον συμπαθέστατο κύριο που πουλούσε χαρτομάντιλα σε κάποιο σημείο της Ευελπίδων. Από την πρώτη στιγμή δεν μου φάνηκε ως κάποιος που το κάνει ως επάγγελμα (ότι και να σημαίνει αυτό), αλλά το παρουσιαστικό του φώναζε πως ήταν καθαρή ανάγκη. Κοντούλης, σκυμμένος, σχεδόν η απόλυτη έκφραση της κακομοιριάς. Συγνώμη για το χαρακτηρισμό κύριε Χ. Του έχω δώσει κάμποσες φορές λεφτά, άλλες παίρνοντας χαρτομάντιλα και άλλες όχι. Ώσπου κάποια στιγμή τον πέτυχα στο καφέ της γειτονιάς μου. Σχετικά χαλαρός, πολύ λιγότερο κακομοίρης να κάνει ένα τσιγάρο και να το απολαμβάνει. Μόνο η μοναξιά του δεν είχε αλλάξει. Το αρχικό σοκ του αναπάντεχου διαδέχτηκε ένας ορυμαγδός σκέψεων και τύψεων. Γιατί παραξενεύτηκα και γιατί, ίσως, και ενοχλήθηκα; Προφανώς η παρουσία του στο  καφέ δεν άλλαξε το ταξικό του στάτους. Τον ανέδειξε όμως ως μια ανθρώπινη παρουσία που αναζητά και αυτή τις μικρές ηδονές της καθημερινότητας, επιθυμεί να τις απολαμβάνει. Έξω από τα στερεότυπα του κακομοίρη που συνεχώς κλαίει τη μοίρα του, του φτωχού που πρέπει να κοιτά χαμηλά για να μπορεί να απολαύσει τα αγαθά της ελεημοσύνης από εμάς τους προνομιούχους.

Αυτό κάνουμε τελικά. Πολύ συχνά τουλάχιστον. Προβάλουμε το εγώ μας στους άλλους και επιθυμούμε να βοηθούμε αρκεί αυτό να μην αλλάζει το ιεραρχικό στάτους κβο-ταξικό, συναισθηματικό ή οτιδήποτε άλλο. Ο φτωχός πρέπει να δείχνει και έτσι, ο αδύναμος να έχει μοναχά αδυναμίες, ο σεξουαλικά διαφορετικός να κρύβεται καταπιεσμένος και να μην "προκαλεί", ο πολιτικά ριζοσπάστης να μην εκφράζεται (ούτε και να πράττει) δημόσια. Ιεραρχία και εξουσία σε ένα μόνιμο παιχνίδι κυριαρχίας στο μικρόκοσμο μας. Ικανοποίησε το εγώ μου, δώσε μου αυτό που ζητώ, για να σου δώσω πίσω. Δεν σε αποδέχομαι ως είσαι.

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Κώστας Ταχτσής. Η ζωή του όσο φυσικά και ο θάνατος του είναι γνωστά. Θα μπορούσε να είναι ακόμη μαζί μας, μόλις το 1927 ήρθε στον κόσμο. Βέβαια για τους απολύτως διαφορετικούς τα χρονικά περιθώρια είναι πάντοτε στενότερα. Ζούμε σε μια κοινωνία στατιστικών πιθανοτήτων. Ευτυχώς για εμένα, εκτός από τους αστικούς μύθους που καθόλου τυχαία έχουν πάντα ένα σεξιστικό-ρατσιστικό πρόσημο, τον έμαθα πρώτα και κύρια μέσα από το Τρίτο Στεφάνι, το αριστούργημα του. "Σκοπός μου είναι να βρίσω περισσότερο" έλεγε ο ίδιος και μέσα από αυτό το μνημείο νεοελληνικού ρεαλισμού το κατάφερε στο μέγιστο βαθμό. Θεωρώ το Τρίτο Στεφάνι μοναδικό ελληνόφωνο ανάλογο του ιταλικού νεορεαλισμού στον κινηματογράφο. Εμείς εδώ δεν είχαμε έναν Παζολίνι (ξεκάθαρα κλισέ η αναλογία και το γνωρίζω) αλλά είχαμε έναν Ταχτσή. Πρόθυμα θα ομολογήσω πως οι διαφορές της ιταλικής με την ελληνική κοινωνία φανερώνονται και στην αναγνώριση των δύο στην εποχή τους, ενώ οι ομοιότητες στον τρόπο που πέθαναν, χμμ, δηλαδή δολοφονήθηκαν. Και αν για τον Παζολίνι τα κίνητρα είναι και πολιτικά, δεν βλέπω γιατί δεν είναι για τον Ταχτσή. Με την ίδια λογική τότε τα κίνητρα για τη δολοφονία του Ζακ και πάλι δεν είναι πολιτικά. 'Ελα, όμως, που είναι και πολιτικά.

Αλλά δεν θέλω να συνεχίσω σε αυτό τον δρόμο. Θα επιστρέψω στο Τρίτο Στεφάνι που το κατατάσσω στα πέντε σημαντικότερα πεζογραφήματα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Μέσα από τις σελίδες του ο συγγραφέας επιτίθεται με τον τρόπο του στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.  Στα απομεινάρια της μετεμφυλιακής εποχής, στην Ελλάδα του Σχεδίου Μάρσαλ και της αντιπαροχής, στο συντηρητισμό του μικροαστού, του βολεμένου, της οικογένειας (που είσαι Μαγιακόφσκι;). Αλλά και των ιεραρχικών σχέσεων της πατριαρχίας. Σου θυμίζουν τίποτα όλα αυτά; Ναι και έμενα, τίποτα δεν έχει λυθεί μισό αιώνα και κάτι μετά. Στην ίδια κοινωνία ζούμε με μικρές αλλαγές, αυτήν που περιγράφει γλαφυρά με χοντρή ειρωνεία και την καταγραφή ενός, σχεδόν, ιστοριογράφου, ο Ταχτσής. Οι χαρακτήρες στο Τρίτο Στεφάνι φαγώνονται αλλήλους με βάση μικροσυμφέροντα όσο και κακίες προετοιμάζοντας το έδαφος για την πραγματικότητα του κοινωνικού κανιβαλισμού που ζήσαμε από την πασοκίλα και μετά.

'Ενας άλλος παρεξηγημένος (και αδικημένος κατά την προσωπική μου γνώμη) της ελληνικής πεζογραφίας, ο Τέος Ρόμβος,είχε γράψει πως "ο καθένας από εμάς είναι ένας δυνητικός δολοφόνος. Γαλουχούμαστε σε περιβάλλοντα που ενδημεί η βία και αναπαράγουμε και μεταδίδουμε τη βία". Προς κάθε κατεύθυνση θα ήθελα να συμπληρώσω. Προς τα μέσα μας, προς την υπόλοιπη κοινωνία, προς τη φύση. Αυτή τη βία καταγράφει ο Ταχτσής και η καταγραφή αυτή σαφέστατα και δεν τον κάνει βίαιο. Ούτε και απωθητικό. Βλέπω πίσω από την καταγραφή αυτή την αγωνία της κάθαρσης. Αυτό το επιτέλους εγώ είπα την αλήθεια μου. Αλλά και μια δεύτερη, ίσως εντονότερη, αγωνία, αυτή της αποδοχής. Της απέλπιδας προσπάθειας να ενταχθεί το διαφορετικό, άσχημο και ωραίο μαζί μέχρι να εξαφανίσουμε αυτούς τους δύο όρους από τις ζωές μας. μέσα στον κοινωνικό ιστό. Μια προσπάθεια που όπως προφανώς βιώνουμε είναι ημιτελής, συνεχίζεται και εμπεριέχει πολλή βία, αρκετό αίμα και πολλές ταφές ακόμη. Του ανθρώπου Ταχτσή και πολλών άλλων.