Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

Από τις κασέτες ενός stand-up comedian




Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου με τραβούσαν τα λαϊκά θεάματα. Σε αντίθεση με την ελάχιστη ανεκτικότητα του παρόντος μου η συμμετοχικότητα του κοινού σε παραστάσεις όπως αυτές του θεάτρου σκιών ή ενός κουκλοθέατρου, αποτελούσαν ένα από τα highlights της εμπειρίας. Πέρα από την εσωτερίκευση που κάθε έργο τέχνης απαιτεί, ο θόρυβος, η πρεμούρα και η ένταση της συλλογικής εμπειρίας ήταν αναγκαιότητες στις μικρές μου ηλικίες.

Μου πήρε λίγο καιρό κάμποσα χρόνια πίσω να αποδεχτώ πως το όνομα του ανθρώπου πίσω από τον Χαρρυ Κλυνν ήταν ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης. Είχα αποδεχτεί απόλυτα την περσόνα και αυτό ήταν γεγονός απόλυτα φυσιολογικό στο μυαλό μου. Ο Χάρρυ Κλυνν έχτισε  αυτή την περσόνα, η οποία με τη σειρά της οδήγησε σε κάμποσες άλλες, με την πλήρη συναίσθηση αλλά και επιθυμία της δημιουργίας ενός λαϊκού θεάματος. Το έπραξε με μια ειλικρίνεια η οποία σε οδηγούσε, σε ανάγκαζε θα μπορούσα να πω, να αποδεχθείς απόλυτα το γκροτέσκο τράβηγμα κάθε χαρακτήρα του στα σουρεαλιστικά άκρα του.

Ταυτόχρονα και πάντα με κοινό παρονομαστή τη λαϊκή mainstream απεύθυνση εισήγαγε μια νεωτερικότητα, όπως πολύ σωστά διάβασα σε σχόλιο του τουίτερ. Ήταν stand-up κωμικός προσπαθώντας, όχι όπως συμβαίνει στην Αμερική, να μην είναι απλά ένας σχολιαστής του παραλόγου της καθημερινότητας.  Εισήγαγε, με το δικό του ξεχωριστό τρόπο,  έναν ξεκάθαρο, ωμό, κριτικό και συνάμα αστείο πολιτικό λόγο για τα πρόσωπα της τρέχουσας πολιτικής. Ο δικός του τρόπος περιείχε τη σαφή προσπάθεια να τα κάνει δικά του μιμούμενος τα κάποιες φορές και να τα αποδομήσει παρουσιάζοντας τα μικρά, μυστικά και καθημερινά τους, και μέσα από αυτά να τα περάσει πριονοκορδελα, αναδεικνύοντας την ψεύτικη εικόνα. Φυσικά δεν έμεινε μόνο εκεί, μια και η ειρωνεία για τον μεταπολιτευτικό τύπο του μέσου Έλληνα και Ελληνίδας ήταν δηλητηριώδης.

'Ηταν mainstream και  συχνά λαΐκιζε. Ίσως, λέω τώρα, ποτέ να μην κατάλαβε καν τη δύναμη των εικόνων που μας έδωσε. Χρειάστηκε ο θάνατος του, μέσα στο διάστημα των τελευταίων μηνών που αναμετρώμαι με το παρελθόν, για να συνειδητοποιήσω τη δύναμη των χαρακτήρων του επάνω μου. Όχι πως έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία, αλλά θα έπρεπε να το έχω κατανοήσει αρκετά νωρίτερα. Η πρόζα, τα τραγούδια στις κασέτες και τα βίντεο (χωρίς να ξεχνώ τα μπουφονικής ειρωνείας διαφημιστικά του κλιπάκια) υπάρχουν βαθιά μέσα μου. Μια τεράστια δεξαμενή εικόνων και ήχων που στο μερτικό της έχει να σημειώσει πως είναι μια πολύ δυνατή κοινή ανάμνηση με τον πατέρα μου.

Μέσα στο αμάξι η κοινή εμπειρία-ακρόαση της κασέτας λειτουργεί καταπραϋντικά για το πένθος μου. Βωμολοχίες με τις οποίες ερχόμουν για πρώτη φορά σε επαφή. Πολιτικό σχόλιο που με έκανε να απορώ αλλά το ευχαριστιόμουν πάντα 'όπως και τη θεατρική του παρουσία στη λαϊκή επιθεώρηση. Πάντα με την παρουσία του γονιού, του πατέρα μου δηλαδή και χωρίς πολλές-πολλές εξηγήσεις. Μέσα σε αυτό το δίπολο αποδόμησης των αγαπημένων μας  για όσο είναι ζωντανοί και μυθοποίησης τους όταν φεύγουν, μου προκαλεί ένα μικρό σοκ η ελευθεριότητα αυτών των εμπειριών. Και τις ανακαλώ με γέλιο και όχι μόνο.

Δυστυχώς ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης κατάφερε κάποια στιγμή στη ζωή του να μουτζουρώσει με βία όσα είχε πετύχει ο Χάρρυ Κλυνν με τη συμμετοχή του στο κυνικότερο και αθλιότερο ψέμα της Μεταπολίτευσης, την κυβέρνηση της αριστεράς. Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών αμόρφωτων καρικατούρων που αυτοαποκαλούνται stand-up comedians, o δικός του λόγος εμπεριείχε παιδεία, γνώση και μνήμη. Ευτυχώς η αξιοπρεπέστατη στάση του απέναντι στο θάνατο του γιου του μας θύμισε, τώρα που χρειαζόταν, ξανά τον άνθρωπο πίσω από την εξουσία του δημόσιου προσώπου. Συγχωρεμένος. Υπήρξε πολύ σημαντικός για τον mainstream μεταπολιτευτικό πολιτισμό της Ελλάδας αλλά και για εμένα προσωπικά.

Δε μα χέζεις ρε Νταλάρα με την κριτική σου τώρα. Αλλά Χάρρυ ξέρω τουλάχιστον έναν που θα χαιρόταν πολύ να βρεθείτε τώρα.

Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Κυψέλη, το νησί της προηγούμενης ημέρας




Η μνήμη και ο τρόπος που τη διαχειριζόμαστε είναι μια εντελώς προσωπική διαδικασία. Και, ίσως, έτσι θα έπρεπε να είναι. Χρειάζεται να αποτελεί απόλυτα κοινό βίωμα μια καταγεγραμένη ιστορία ή περιστατικό ώστε να μιλάμε για κάτι αληθινά κοινό. Κάποιες φορές καταλήγει στα όρια του αστείου το πως δύο ή και περισσότερα άτομα θυμούνται και καταγράφουν ένα σημαντικό γεγονός που βίωσαν από κοινού. Μια πανσπερμία αναμνήσεων έρχεται να βεβηλώσει το προσωπικό focus σε καθένα από εμάς μέσα σε ένα πλαίσιο έκπληξης. "Καλά εγώ ήμουν κάπου αλλού", όλοι μας έχουμε αναρωτηθεί. Προσωπικά αν δεν έχω μια ενδιαφέρουσα ιστορία να την κάνω αμπαλάζ, προτιμώ πλέον να μην μιλώ για μια έντονη καταγραφή της μνήμης μου.

Προλογίζοντας το Νησί της Προηγούμενης Ημέρας του Ουμπέρτο Έκο, βρίσκω άλλη μια ευκαιρία να μιλήσω για 'μένα. Για το παρελθόν και το παρόν. Έχοντας διαβάσει το Εκκρεμές του Φουκό, όχι πολλά χρόνια πριν, παρέμενα απογοητευμένος με πολλούς τρόπους. Από την προχειρότητα εκείνης της έκδοσης, από την προσπάθεια επίδειξης της, ομολογουμένως εντυπωσιακής, ευρυμάθειας του συγγραφέα. Από την μυστικιστική α λα Νταν Μπράουν λογική της πλοκής, χρόνια πριν αυτός ο συγγραφέας-απατεώνας καταστεί σχεδόν household όνομα. Το Νησί της Προηγούμενης Μέρας αποτελεί το επόμενο χρονικά βιβλίο μετά το Εκκρεμές για τον εξαίρετο δοκιμιογράφο και στοχαστή Έκο.

Οι διαδρομές του μυαλού όλων μας με συναρπάζουν. Διάβασα αυτό το βιβλίο -για την ακρίβεια το δανείστηκα από μια φιλική βιβλιοθήκη- έχοντας όλες τις πιθανότητες, όπως ήδη τις περιέγραψα, εναντίον μου. Επιπλέον, δεν ήξερα με τι καταπιάνεται. Το τελεολογικό γεγονός του θανάτου μαζί με τις δικές μου μεταβάσεις, έχουν αναγάγει τη μνήμη και τη χρήση της στο παρόν μου κομβική υπόθεση για το μέλλον μου. Ο νεαρός Ιταλός πρωταγωνιστής του Έκο, ένας μεσαίου επιπέδου ευγενής, βρίσκεται σε μια ανάλογη κατάσταση, αν και ο συγγραφέας, έντεχνα όσο και πονηρά, μας κλείνει το μάτι για το ποια μεριά της ύπαρξης (τη δική μας ή κάποια άλλη) καταλαμβάνει με την παρουσία του ο νέος. Σαν κάτι υπόγειο και κρυμμένο να με έσπρωξε προς αυτό το βιβλίο, αυτή την αφήγηση.

Μέσα από έναν ορυμαγδό παρατηρήσεων και γνώσεων για τον υλικό κόσμο  δημιουργείται ένα φιλοσοφικό παζλ το οποίο αντί να υπηρετήσει μια χαώδη πλοκή (όπως στο εκκρεμές) δίνει τη δυνατότητα να μιλήσει ο ίδιος ο αφηγητής. Να μιλήσει για τη ζωή και το θάνατο, για την άφατη ειρωνεία της πραγματικότητας, για την αγάπη, τον έρωτα και τα μίση που μας κρατούν καθηλωμένους. Να υπονοήσει πως -σε αντίθεση με την πλειοψηφία των ιδεολογιών που καθόρισαν την ανθρώπινη ιστορία- αυτός ο πλανήτης καθοδηγείται από ανώτερες φυσικές δυνάμεις στις οποίες οφείλουμε, εμείς οι μικροί, σεβασμό και υποταγή. Είμαστε μέρος του όλου, όχι ξεχωριστό κομμάτι του και, ναι, Θεός δεν υπάρχει.

Η μνήμη είναι κομβική για τον Έκο σε αυτό το σπουδαίο βιβλίο, τόσο κομβική όσο η μνήμη στην περιοχή που βρέθηκα να μένω ενάμισι και λίγο παραπάνω χρόνο τώρα. Τόσο όσο σημαντική είναι και για τον ψυχισμό μου. Σε αντίθεση με το βιβλίο όπου κάποιος πολύξερος αλλά και ανοιχτόμυαλος αφηγητής σε καθοδηγεί, αφέθηκα να περιηγηθώ στους δρόμους της Κυψέλης σχεδόν εξ ολοκλήρου στα τυφλά. Όχι πολύ συχνά και μόνο για εξαιρετικές περιπτώσεις έψαξα διαδικτυακά για να περισυλλέξω με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τα θραύσματα ιστορίας και μνήμης που τα μάτια μου βίωναν. Η Κυψέλη, με την πρόσφατη "εγκατάλειψη" της και την παλιότερη ακμή της, ήταν και είναι το δικό μου νησί της προηγούμενης μέρας. Ένα νησί της υποβάθμισης ίσως, χωρίς αυτό να αντανακλά την ποιότητα των τωρινών του κατοίκων. Στη θέση των παραδείσιων πουλιών, των μυστηρίων ενός δάσους που δεν μπορώ να πλησιάσω, της θάλασσας με τις εχθρικές της βλέψεις, μπορώ να βρω απόλυτες αναλογίες. Κλειστά και βρώμικα αλλά πανέμορφα εγκαταλελειμένα κτίρια, είσοδοι πολυκατοικιών υψηλής αισθητικής, κτίσματα ονομαστών αρχιτεκτόνων που μαραζώνουν ως φαντάσματα. Μια τεράστια πυκνότητα δόμησης (η κάποτε μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του κόσμου, ίσως η πρώτη αθηναϊκή περιοχή αληθινής αστικής κατοικίας) που κρύβει ηλικιωμένους ανθρώπους με τον αέρα μιας αστικής προέλευσης ζωής, συναγελαζόμενοι με έναν τεράστιο αριθμό προσφύγων που δίνουν ζωντάνια και ρυθμό στην αποχαύνωση της μεγαλούπολης.

Μιλώντας για μνήμη και ιστορία είναι εύκολο να ξεφύγεις, εφόσον το θέλεις, και να μιλάς για δήθεν μεγαλεία και άλλο τόσο εύκολο να παρεξηγηθείς αρνούμενος τις ομορφιές του παρόντος. Αυτό που κάνει ο Έκο, αυτό που αναγνώρισα εγώ στο βιβλίο του και ένοιωσα πως με κάποιο τρόπο μιλά και για 'μένα, είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Είναι η διαχείριση της μνήμης και της γνώσης του παρελθόντος στο σήμερα. Είναι η συγκίνηση για όσα έντονα πέρασαν και η απορία αν αυτά θα έρθουν ξανά, αν τα πρόσωπα θα επιστρέψουν, αν όλο αυτό είναι κύκλος, ευθεία γραμμή ή κάτι άλλο που απαιτεί περισσότερη υπομονή και κατανόηση. Είναι η διαχείριση της θλίψης σε μια ταυτόχρονη πορεία προς τα εμπρός και ποτέ προς τα πίσω. Είναι η αποτύπωση της ομορφιάς που δεν υπάρχει πλέον αλλά και η συνειδητότητα του εφήμερου των πάντων. Είναι η πίστη και η κάβλα πως νέα πράγματα θα εμφανιστούν σε νέες ή και πιο γνώριμες μορφές. Είναι η αγωνία να γίνεσαι σοφότερος και σοφότερη. Και να μην ξεχνάς ποτέ για να μπορείς να προχωράς με μεγαλύτερη σιγουριά. Να αποδέχεσαι το πως είσαι και πως λειτουργείς και να αγαπάς αυτή την ισορροπία. Και, τέλος, επειδή όλοι μας διαβλέπουμε όσα μας κάνουν να ελπίζουμε πιο έντονα, η ελπίδα και  η προσμονή πως όλοι κάπου, κάποτε θα βρεθούμε μαζί, σε ένα νησί,σε μια γειτονιά, σε μια κάποια άλλη διάσταση, βάλε ότι θέλεις, απλά μην τα παρατάς. Όλα κινούνται προς τα μπροστά σε μια μόνιμη μετάβαση.