Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Ο τελευταίος των ημερών



Η μισή σκούφια μου κρατάει από μια παράξενη περιοχή. Μια περιοχή που ήταν παράξενη, σαν τον Ελισσαίο του Παύλου Μάτεσι, πολύ πριν η παραξενιά μεταβληθεί σε μια μονοσήμαντη και ευπώλητη τουριστική έννοια. Ο θείος μου, αδερφός του πατέρα μου και ότι κοντινότερο μου απέμεινε σε αυτόν, μιλά συχνότερα για μια Γορτυνία (άλλοτε μυθική, άλλοτε σιχαμένα σημερινή) παρά για το νομό που βρίσκεται το χωριό μας. Το νομό Ηλείας.
Η Γορτυνία, πολύ πριν, τα διοικητικά σύνορα του κράτους την χωρίσουν, σολομώντεια, στα δύο μεταξύ των νομών Ηλείας και Αρκαδίας, είναι αρκετά απομονωμένη με την ιδιαιτερότητα ενός κλίματος ξένου για αυτά τα γεωγραφικά πλάτη. Πολλές βροχές, πολλά νερά, μεγάλη απομόνωση. Αυτές τις καθοριστικές εμπειρίες βγάζει, υποθέτω, στο χαρτί του Παλαιού των Ημερών ο Παύλος Μάτεσις από τη Λάμπεια της ορεινής Ηλείας. Τα παλιά τα χρόνια, επί Τουρκοκρατίας, το λαϊκό γνωμικό έλεγε "σαν πας από τη Δίβρη, θα σε φάει το μαύρο φίδι". Δίβρη, όπως την έλεγε και η γιαγιά μου, ήταν το παλιό, πριν εξελληνιστεί, όνομα της Λάμπειας.




Πλάθοντας στο μυαλό μου τον Ελισσαίο, τον ήρωα του Μάτεσι, η παραπάνω οπτική του Ουϊλλιαμ Μπλέηκ, για τον παλαιό των ημερών ή αλλιώς τον Θεό στην Παλαιά Διαθήκη, έμοιαζε μία από τις πιθανές. Όμως τα οράματα του Μπλέηκ ήταν πάντα δυσκολοχώνευτα, απαιτητικά και τρομακτικά. Ίσως και γιαυτό τόσο ελκυστικά. Αλλά όχι εδώ, όχι σε αυτή την περίπτωση.
Αγάπησα την Ελλάδα των παιδικών μου χρόνων, ίσως τη μόνη αληθινή μου πατρίδα, μέσα από τις παραξενιές και τις δυσκολίες της (που τις έζησα εξ απαλών ονύχων φυσικά). Μέσα από την οπτική και τη αφήγηση του Μάτεσι βρίσκω εκείνη την κοινωνία και τους χαρακτήρες που ως παιδί βίωσα. Βλέπω τώρα, ίσως καλύτερα αισθάνομαι, πως το τότε συχνά ενσταλλαζόταν μέσα μου σε ένα μεγάλο ποσοστό διαισθητικά χωρίς ένα μικρό παιδί, κρυμμένο στην υπερπροστασία των παππούδων και των γιαγιάδων, να βιώνει πολλά. Καθημερινές αβαρίες, μιζέριες, μια πίστη σε έναν Θεό πανταχού παρών και απών παράλληλα, ο θάνατος (πολύ πιο συχνός τότε), οι αναμνήσεις από τις εποχές της αγριότητας, της έντονης φτώχειας και της μεγαλύτερης ελπίδας.
Ο Ελισσαίος  ήταν μια κάποια λύση. Σαν ένας πραγματικός Θεός (αυτό να υπονοεί ο Μάτεσις άραγε;) είναι διάβολος, προφήτης, κερδοσκόπος και θαυματοποιός ταυτόχρονα. Λάγνος και αναχωρητής. Βίαιος και αμνός της φύσης. Έτοιμος να σκοτώσει για να τραφεί, όπως όλα τα αθώα ζωντανά της φύσης, εξίσου έτοιμος να δώσεις τις σάρκες του βορά σαν τον Χριστό για να σωθούν κάποιοι άλλοι.
Στο υπόβαθρο, αλλά στην ουσία ως πρωταγωνιστές, οι μικρές κοινωνίες της ελληνικής επαρχίας διψούν για θαύματα που θα τους βγάλουν από τη μιζέρια. Όπως στη Χαμένη Άνοιξη του Τσίρκα ουσιαστικός πρωταγωνιστής είναι η ίδια η ιστορία, έτσι και εδώ οι ήρωες του συγγραφέα αφήνουν χώρο στη σκηνή για την κανονικότητα μιας καθυστερημένης κοινωνίας που εγκολπώνει την αγριότητα του σφαγέα και τη στωικότητα του αθώου. Έπιασα τον εαυτό μου να μαγεύεται από την αφήγηση και, ακόμη πιο έντονα, να μεταφέρεται με μαγικό τρόπο στα ποτάμια, στα δάση, τα χωράφια και τα χωριά της περιγραφής. Μα δεν σου γράφω ψέμματα. Έχω, κάποτε και για λίγο, υπάρξει μέρος όλων αυτών.

Ώρες- ώρες, έμπλεος εγωτισμού όπως θα έγραφε για τους ήρωες της η Ούρσουλα Λε Γκεν, αισθάνομαι σαν ο τελευταίος των ημερών. Ημερών ασχήμιας αλλά και αθωότητας για 'μένα. Εποχής όπου πολλά αγαπημένα πρόσωπα ήταν, σε τρεις διαστάσεις, δίπλα μου, ενώ τώρα τα ψάχνω σε λιγότερες από τις τρεις ενώ παράλληλα μένω παγωμένος με την αγωνία του μετά. Είναι εγωισμός, το ξέρω. Μοιάζει και είναι αρκετά ασφαλής μια τέτοιου τύπου, χωρίς απώλειες, αναπόληση. Δεν γνωρίζω καν αν ολόκληρο το παραπάνω πόνημα βγάζει κάποιο νόημα ή διαθέτει στοιχειώδη συνοχή. Αλλά πιστεύω πως είναι ακριβώς αυτό. Η ανάμνηση των ανθρώπων, των καταστάσεων, της ασχήμιας και της ομορφιάς, όσων δεν θα επιστρέψουν. Συγκεχυμένη, αποσπασματική, συγκινητική, κοπιώδης στην προσπάθεια να ξεθαφτούν και περισσότερα απ 'όσα κρύβονται στα τοπία του μυαλού μου. Ναι, στο δικό μου, προσωπικό, σύμπαν αισθάνομαι ο τελευταίος των ημερών και θα παλέψω για τις απαντήσεις.

*Η πρώτη εικόνα είναι σχέδιο του εικαστικού Γιώργου Χουλιαρά του οποίου τα γραφτά δεν ήταν καθόλου άσχετα με τις παραπάνω ονειροπωλήσεις