Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Αντικουλτούρα // 1966-68 Μέρος Ένατο : Call me Burroughs

"Κύριο μέλημα της αντικουλτούρας είναι να εξαγγείλει έναν νέο ουρανό και μια νέα γη τόσο απέραντα, τόσο θαυμαστά ώστε οι άμετρες αξιώσεις της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης να εξαναγκαστούν σε οπισθοχώρηση, περιοριζόμενες σε μια δευτερεύουσα και περιθωριακή θέση στη ζωή των ανθρώπων"

Theodore Roszak "Η  γέννηση της αντί-κουλτούρας" (Εκδ. Futura)


Η αντικουλτούρα που γεννήθηκε αμέσως μετά τον B'  Παγκόσμιο Πόλεμο περνώντας μέσα από διάφορα στάδια εξέλιξης και με διαφορετικές διαδικασίες σε κάθε μορφή τέχνης, βρήκε την κορύφωση της στη δεκαετία του '60 και, μέσω της παντελώς υποκειμενικής μου γνώσης, στην τριετία που αναφέρει ο τίτλος. Οι αριθμοί και ο τρόπος που διαχωρίζουν και κατατέμνουν την καθημερινότητα των ζωών μας αποτελούν μια απλή καταγραφή για τη μνήμη. Τίποτα παραπάνω. Δεν είναι γεγονότα από μόνοι τους. Επιθυμώ να θυμηθώ κάποια σημαντικά απομεινάρια της αντίκουλτούρας στις τέχνες μέσα σε αυτή την τριετία.




Το ένατο μέρος αυτής της σειράς κειμένων περιέχει έναν αναχρονισμό ο οποίος, όμως, δεν αλλάζει την πραγματικότητα στην οποία εμφανίστηκε το Soft Machine, το πρώτο μέρος της τριλογίας Νόβα.  Το Soft Machine εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1961. ενώ τα δύο μεγάλα αριστουργήματα του όμορφου μυαλού του ριζοσπάστη Ουίλιαμ Μπάροουζ  δεν κυκλοφορούσαν ευρέως στις ΗΠΑ. Αυτό θα συνέβαινε το 1966, μετά από μια δικαστική απόφαση στην οποία κάποια στιγμή θα αναφερθώ χωριστά, έτος κυκλοφορίας της δεύτερης εκδοχής και έκδοσης του Soft Machine. Σε αυτή τη δεύτερη έκδοση ο Μπάροουζ, χωρίς να κάνει απολύτως κανένα συμβιβασμό σε όλα τα επίπεδα της τέχνης του, κινείται λίγο περισσότερο προς το mainstream από τη μια μεριά: η πρόζα της πλοκής είναι σαφώς πιο ευανάγνωστη και οι σελίδες που έχουν αντικατασταθεί συνεισφέρουν σε αυτό. Από τη άλλη μεριά πειραματίζεται περισσότερο με τα νοηματικά όρια και τη συνάφεια του λόγου. Χρησιμοποιεί περισσότερο εκτεταμένα την, αισθητής και ασυναίσθητης λογικής, τεχνική του cut-up.
Ήδη, με αυτό τον τρόπο, γίνεται και αυτός (όχι για πρώτη φορά) κοινωνός των καινοτόμων τεχνών της εποχής. Κύριο θέμα του βιβλίου αποτελούν οι μηχανισμοί ελέγχου κάθε είδους εξουσίας και πως αυτοί εισβάλουν στο σώμα μας και το μυαλό μας. Οι πολεμικές που αναπτύσσει ο Μπάροουζ σε ολόκληρο το έργο του, έρχονται στο φως και εδώ: η φτώχεια, ο πόλεμος, η γραφειοκρατία της εξουσίας, οι εθισμοί που καθιστούν το άτομο ανελεύθερο, το άλογο μίσος της ανθρώπινης ψυχής, η καταναλωτική απάτη της διαφήμισης στην καπιταλιστική κοινωνία. 
Μέσα απ τις γραμμές του Soft Machine oi άυλες διαδρομές του συγγραφέα-προϊόντα χρόνιων αβαριών, εξαρτήσεων αλλά και μελέτης-συναντούν πολλές από τις κύριες επιλογές της αντικουλτούρας των 60's. O Μπάροουζ συμπορεύεται με αυτές, αλλού πρωτοπορεί δημιουργώντας τες ( μιλώντας από τους πολύ πρώτους για τη διασπορά εθιστικών ουσιών ως μέθοδο ελέγχου από τους μηχανισμούς της εξουσίας) και, καθόλου ξαφνικά, αποτελεί συνοδοιπόρο στην προσπάθεια ανατροπής της κυρίαρχης κουλτούρας.

Σε αυτήν τη σουρεαλιστική διαστημική Οδύσσεια, που έδωσε και το όνομα της σε ένα από τα σημαντικότερα free rock και τζαζ γκρουπ των τελών των 60's και των αρχών των 70"s, το μέσο είναι το ίδιο το μήνυμα. Ο λόγος είναι η φωνή του συγγραφέα.  Αυτή τρυπώνει στο δικό σου μυαλό, προσπαθώντας, με το δικό της τρόπο, να αφαιρέσει τον ξενιστή που φέρει όλα όσα περιγράφει αυτό το βιβλίο.
Ο Μπάροουζ, στο πρώτο μέρος της τριλογίας που τον κατέταξε οριστικά στους καινοτόμους, αντιπαραβάλει τεχνικές για το συναισθηματικό ασυνείδητο, διαδικασίες αφαίρεσης και επανοηματοδότησης  του λόγου με ηχητικά πειράματα  που θα βγουν χρόνια αργότερα, δεκαετίες, στη δημοσιότητα. Διαβάζοντας το Soft Machine, έχεις διαρκώς την εντύπωση πως δεν είναι η δική σου φωνή που αναγιγνώσκει. Είναι η φωνή του συγγραφέα, ενός άλλου προφήτη μέσα μέσα στην έρημο της λαγνείας για την έλλειψη πραγματικής ελευθερίας. Και είναι αυτή η δίψα και η αναζήτηση της ελευθερίας για τις οποίες πίσω από την casual εμφάνιση του, ο ίδιος φλέγεται και φωνάζει.






Για να χρησιμοποιήσω μια συνήθη λέξη της μπαροουζικής διαλέκτου, ο συγγραφέας μεταβολίζει το πνεύμα του Γυμνού Γεύματος στο Soft Machine. Εκεί που τα πράγματα διαφέρουν, κάνοντας την τριλογία Νόβα ένα εξίσου εντυπωσιακό δημιούργημα, είναι στην τεχνική του λόγου. Όσο και να ακούγεται ύβρις η σύγκριση, αυτή έχει προχωρήσει αρκετά βήματα παρακάτω, ευρισκόμενη στην καλλιτεχνική πρωτοπορία της εποχής. Η σύνδεση με προηγούμενα έργα του ( Γυμνό Γεύμα, Queer, Junky) επιτελείται και μέσω της χρήσης κοινών (μα όχι κοινότοπων) χαρακτήρων. Με αυτό τον τρόπο μας υπενθυμίζει τη συνέχεια της καλλιτεχνικής παραγωγής, μια και η ριζοσπαστική λογοτεχνία δεν αποτελούσε γέννημα των 60"s αλλά ένα κομμάτι μιας πορείας που είχε ξεκινήσει νωρίτερα.
Το συνολικό έργο του Μπάροουζ, αλλά και το συγκεκριμένο βιβλίο θεωρητικά, "υποφέρουν" από την εγγενή αδυναμία του γραπτού, τυπωμένου, λόγου: οι δονήσεις που προκαλεί δεν είναι άμεσα ορατές και κατανοητές, τα αποτελέσματα τους δεν φανερώνονται αμέσως. Το σπουδαίο συγγραφικό έργο του Μπάροουζ-μέρος μοναχά του ελεύθερου μυαλού του-καταφέρνει να σπάσει και αυτό το θέσφατο. Φτάνει μόνο να τον διαβάσεις μία φορά για να μπλεχτείς στον πολύπλοκο κόσμο του και να κατανοήσεις το ακατάλληλο της αμετροέπειας του υπάρχοντος.
Η εποχή εκείνη-γεμάτη αριστουργήματα της αντικουλτούρας-σαφέστατα χρειαζόταν τον Μπάροουζ, όχι αυτός εκείνη. Αυτός απλά φρόντισε να της δώσει ένα από τα καλύτερα ψηφιδωτά του, ένα έργο γεμάτο υπονοούμενα, πάθος και δυσεύρετη αγνότητα.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Αντικουλτούρα // 1966-68 Μέρος Όγδοο : ΑΜΜ (Swinging London μέρος τρίτο)

Κύριο μέλημα της αντικουλτούρας είναι να εξαγγείλει έναν νέο ουρανό και μια νέα γη τόσο απέραντα, τόσο θαυμαστά ώστε οι άμετρες αξιώσεις της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης να εξαναγκαστούν σε οπισθοχώρηση, περιοριζόμενες σε μια δευτερεύουσα και περιθωριακή θέση στη ζωή των ανθρώπων"

Theodore Roszak "Η  γέννηση της αντί-κουλτούρας" (Εκδ. Futura)

Η αντικουλτούρα που γεννήθηκε αμέσως μετά τον B'  Παγκόσμιο Πόλεμο περνώντας μέσα από διάφορα στάδια εξέλιξης και με διαφορετικές διαδικασίες σε κάθε μορφή τέχνης, βρήκε την κορύφωση της στη δεκαετία του '60 και, μέσω της παντελώς υποκειμενικής μου γνώσης, στην τριετία που αναφέρει ο τίτλος. Οι αριθμοί και ο τρόπος που διαχωρίζουν και κατατέμνουν την καθημερινότητα των ζωών μας αποτελούν μια απλή καταγραφή για τη μνήμη. Τίποτα παραπάνω. Δεν είναι γεγονότα από μόνοι τους. Επιθυμώ να θυμηθώ κάποια σημαντικά απομεινάρια της αντίκουλτούρας στις τέχνες μέσα σε αυτή την τριετία.





Το 2016, πενήντα χρόνια μετά την αρχική του κυκλοφορία, το Ammmusic, επανεκδόθηκε για πρώτη φορά. Το παραπάνω γεγονός δεν αποτελεί παράδοξο. Ακόμη και σήμερα με τη γιγάντωση της ροής κάθε είδους κυκλοφορίας και πληροφορίας, πολλά παραμένουν κρυμμένα. Συχνά η ανακάλυψη τους δημιουργεί τις μικρές και σύντομες στιγμές που η μουσική αποκαλύπτει θαύματα μέσα μας.

Βέβαια, θα ήταν υπερβολή να ισχυριστώ πως το ντεμπούτο άλμπουμ των ΑΜΜ ξεχάστηκε στην πορεία του χρόνου. Σε αυτό βοήθησαν οι ίδιοι οι συντελεστές του (Lawrence Sheaff, Cornelious Cardew, Eddie Prevost, Lou Gare, Keith Rowe) και οι διαδρομές που ακολούθησαν στα πλαίσιο του πειραματισμού και του αυτοσχεδιασμού του 20ου αιώνα. Γιατί-για να κάνω μια σαφή δήλωσε προθέσεων-αναφερόμενος σε αυτό το άλμπουμ, μιλώ για έναν μουσικό ογκόλιθο του περασμένου αιώνα. Μέσα από τις πρακτικές-προσωπικές, κοινωνικές και πολιτικές- πέντε ανθρώπων λαμβάνουν χώρα ριζοσπαστικές ηχητικές προτάσεις. Η ενθυλάκωση του λάθους και του τυχαίου, o ακραίος και χωρίς προαπαιτούμενα πειραματισμός, η αποδόμηση κάθε ίχνους μελωδίας και η εγκόλπωση μιας πρώιμης, και πρωτοποριακής φυσικά, noise αισθητικής και λογικής.

Όπως είχα αναφέρει σε προηγούμενο ποστάρισμα της ίδια σειράς κειμένων, για τους Pink Floyd, η κανονικοποίηση του Λονδίνου των 60's, κάτω από τη γραφική ταμπέλα swinging London, αποκρύπτει πολλά και θαυμάσια. Την πολιτικοποίηση (όλα τα μέλη των ΑΜΜ ανήκαν στην άκρα Αριστερά), την αμφισβήτηση κάθε νόρμας, τον πειραματισμό σε κάθε μορφή τέχνης, την ενέργεια του θυμού. Οι ανήκοντες στην-περισσότερο κολεκτίβα και πολύ λιγότερο γκρουπ-παρέα των ΑΜΜ πατούσαν σε δύο βάρκες. Από τη μία η κατοχή ακαδημαϊκών γνώσεων και από την άλλη η πλήρης αποδόμηση τους πίσω από ένα ξεκάθαρα πολιτικό πρόσημο. Έχοντας εντρυφήσει, αλλά και ανακαλύψει τα όρια τους, στη γαλλική musique concrete, στη σχολή του Ντάρμσταντ και στα διδάγματα του John Cage, συνειδητά επέλεξαν να πάνε ακόμη παρακάτω. Συνοδεύουν τους ήχους τους (μια και οι ίδιοι επιλέγουν να μη χρησιμοποιούν συχνά τον όρο μουσική και το βάρος που αυτός φέρει) με ανάλογης αισθητικής και στόχευσης κείμενα.

Η προσπάθεια τους να γραπώσουν τη στιγμή και να της δώσουν το ευτυχές μήνυμα της ουτοπικής Αλλαγής, οριοθετεί το Ammmusic αλλά και υποσκάπτει τα θεμέλια του. Αυτή η ηχογράφηση αποτελεί το προϊόν μιας σημαίνουσας στιγμής και είναι αδύνατον να επαναληφθεί. Ταυτόχρονα, όμως, φανερώνει την αδυναμία της να κατοχυρώσει τον τόπο και το χρόνο και, κυρίως, την αίσθηση της πληρότητας μέσω της ζωντανής αυτοσχεδιαστικής καινοτομίας. Όμως, αφήνοντας πίσω τις γενικόλογες θεωρητικές παρατηρήσεις, το Ammmusic δεν αποτυγχάνει πουθενά. Σου παραδίδει την αγωνιώδη προσπάθεια ώστε το λάθος και το άγνωστο να παρουσιαστούν μπροστά σου στη μεγαλειώδη ασχήμια τους. Παράλληλα δεν σου αφήνει καμιά αμφιβολία για το ποιοι βρίσκονται πίσω του, σε τι αποσκοπούν, τι παρουσιάζουν και τι φτάνει σε 'σένα. Είναι τόσο επείγουσα η ανάγκη τους να εκφραστούν και παραμένουν τόσο ανοιχτοί στις εισβολές των μεταξύ τους (αλλά και των εξωτερικών ) επιρροών, που θα πρέπει να'σαι συναισθηματικά κουφός για να μην την αντιληφθείς.

Ο χώρος της ακαδημαϊκής λογικής στη μουσική παρέμενε σχετικά ανέγγιχτος (συγκρίνοντας με το τι θα συνέβαινε τις επόμενες δεκαετίες) στον πειραματισμό. Μπορεί κανείς να φανταστεί τα όργιλα  επιφωνήματα αγανάχτησης βλέποντας και ακούγοντας κρουστά, τσέλο, πιάνο, ηλεκτρική κιθάρα, σαξόφωνο, κλαρινέτο αλλά και ήχους από ένα ράδιο να μεταμορφώνονται σε αλλοπρόσαλλες και καθόλου ελεγχόμενες ηχητικές πηγές. Και σε αντίθεση με το wishfull thinking πολλών αυτή εδώ δεν ήταν μια διασκεδαστική παραξενιά κάποιων μπουρζουάδων. Ήταν οι πυροβολισμοί από το μέτωπο κάποιων νεαρών προλετάριων από τις εργατικές συνοικίες και ακόμη αντηχούν στα αυτιά μας οι θόρυβοι τους.