Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Αντικουλτούρα // 1966-68 Μέρος Δεύτερο : Revolver

"Κύριο μέλημα της αντικουλτούρας είναι να εξαγγείλει έναν νέο ουρανό και μια νέα γη τόσο απέραντα, τόσο θαυμαστά ώστε οι άμετρες αξιώσεις της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης να εξαναγκαστούν σε οπισθοχώρηση, περιοριζόμενες σε μια δευτερεύουσα και περιθωριακή θέση στη ζωή των ανθρώπων"

Theodore Roszak "Η  γέννηση της αντί-κουλτούρας" (Εκδ. Futura)

Η αντικουλτούρα που γεννήθηκε αμέσως μετά τον B'  Παγκόσμιο Πόλεμο περνώντας μέσα από διάφορα στάδια εξέλιξης και με διαφορετικές διαδικασίες σε κάθε μορφή τέχνης, βρήκε την κορύφωση της στη δεκαετία του '60 και, μέσω της παντελώς υποκειμενικής μου γνώσης, στην τριετία που αναφέρει ο τίτλος. Οι αριθμοί και ο τρόπος που διαχωρίζουν και κατατέμνουν την καθημερινότητα των ζωών μας αποτελούν μια απλή καταγραφή για τη μνήμη. Τίποτα παραπάνω. Δεν είναι γεγονότα από μόνοι τους. Επιθυμώ να θυμηθώ κάποια σημαντικά απομεινάρια της αντίκουλτούρας στις τέχνες μέσα σε αυτή την τριετία.






Έχει περάσει πλέον ακριβώς (σε λίγες μέρες) μισός αιώνας από τη χρονιά, το 1966, που κυκλοφόρησε το πρώτο αληθινά "σοβαρό" (αν και μάλλον λανθάνοντα ακαδημαϊσμό αναπαράγω τώρα) των Beatles, το Revolver. Μέσα σε αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα καθετί γύρω του έχει ξεπεράσει τα όρια του μύθου και έχει ενσωματωθεί στα στερεοτυπικά households της ποπ κουλτούρας. Aυτό ακριβώς είναι και το μεγαλύτερο μειονέκτημα του.
Κοιτώντας, πιάνοντας στα χέρια σου αυτό το αντικείμενο πόθου για πολλούς, έναν δίσκο βινυλίου, το πρώτο πράγμα που κάνεις είναι να μελετήσεις το εξώφυλλο πριν ακόμη ακούσεις το περιεχόμενο του. Κάθε εξώφυλλο το αντιμετωπίζω ως ένα έργο τέχνης, είτε ως μια αυτόνομη παρουσία είτε ως ένα συμπλήρωμα στους ήχους.
Έχοντας ως δεδομένα τον περιορισμό των διαστάσεων (31x31 εκατοστά) και την εικόνα αυτού του εξωφύλλου που φτάνει σε εμάς με χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους μέσα στα χρόνια, σίγουρα οι αιχμές τα υπονοούμενα και οι άρρητες αλλά εξαιρετικά επιθετικές στην εποχή τους σημασίες του έχουν λειανθεί, ίσως και εξαφανιστεί. Κάτι ανάλογο θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε και για πολλές εικόνες της τέχνης του 20ου αιώνα. Μόνο που, για παράδειγμα, μπορεί όλοι να αναγνωρίζουν τα murals του Τζάκσον Πόλοκ, αλλά όταν βρεθείς μπροστά σε ένα από αυτά, δεν υπάρχει περίπτωση να μην σε απορροφήσει σαν μια αλυσιδωτή πυρηνική έκρηξη. Είναι (και) θέμα μεγέθους.
Στην περίπτωση του γκρουπ που-κατά δήλωση ενός από τους πιο σημαντικούς της αντικουλτούρας Τζον Λένον-ήταν δημοφιλέστερο του Ιησού, το μέγεθος και η αναγνωρισιμότητα αφαιρούν, αν δεν έχεις τις κεραίες σου έντονα οξυμένες, τα σημαίνοντα που ανέφερα πιο πάνω...
Και όμως. Μπορεί ένα χρόνο πριν με τη λεπτή ειρωνεία του Rubber Soul να έκλειναν απλά το μάτι, εδώ, όμως,σου μιλούν φωναχτά στο αυτί.Επιμένω στην εικόνα. Μέσα από ένα-οριακά-dada collage οι ίδιοι περιβάλουν με χιούμορ και αρχίζουν (σε μια πορεία που θα ακολουθήσουν και άλλα βήματα) να αποδομούν την εικόνα τους ως pin-up ειδώλων. Μέσα από διάφορες πόζες, αληθινές φωτό αλλά και σκίτσα, προκαλούν την αληθινή απορία για το τι θα ακούσεις πιο κάτω.
Το Revolver αποτελεί μια δήλωση από το εξώφυλλο του ήδη. Τέρμα πια οι ωραιοποιήσεις, οι σοβαρές εικόνες και οι clean-cut αφηγήσεις. Εδώ είναι κάτι άλλο, έστω και αν η πρωτόλεια ταμπέλα της ποπ χωράει και με το παραπάνω.
Τη χωράει η απλωμένη θεματική του άλμπουμ με τα hooks και τη singalong λογική να κυριαρχούν την ίδια ώρα που μιλούν για τα ναρκωτικά, την ψυχεδέλεια ως συνειδητή προσπάθεια απόδρασης αλλά και δημιουργίας μια αντικουλτούρας μαζί με απόλυτα προσωπικά τραγούδια και ευφάνταστες-αλλά τόσο κολλητικές-ενορχηστρώσεις.
Το άνοιγμα των οριζόντων του γκρουπ στον πειραματισμό και σε κάθε contemporary προσπάθεια ηχητικής διαφοροποίησης αποτελούσε όχι μια hipster εναλλαγή αλλά μια προσωπική ανάγκη απόδρασης από τον βαρετό κόσμο του stardom. Η ουσιαστική βοήθεια του George Martin στην παραγωγή έκανε το Revolver ένα ολόφρεσκο παιδί της εποχής του αλλά όχι μόνο.
Πάνω στα μοτίβα των τραγουδιών του στήθηκαν καριέρες και μουσικά υπό-είδη, ενώ κομμάτια όπως το υπερψυχεδελικό ρυθμικό τριπάκι Tomorrow never knows δεν θα γεράσουν ποτέ.Οι τεχνικές λεπτομέρειες στη μικρή διάρκεια του άλμπουμ σαν τους με ακρίβεια δουλεμένους κόμπους ενός περσικού χαλιού ενώνουν την απόσταση της ποπ από τον πειραματισμό με καταλύτη το στούντιο και την καλπάζουσα καλλιτεχνική φαντασία τους.
Ακόμα και έτσι, αλλά ακριβώς και γιατί έτσι, το αποτέλεσμα είναι μια μικρή απρόσμενη επανάσταση που δεν κλονίζεται από το ολισθηρό δρόμο του mainstream, αντίθετα έβαλε και αυτό ένα γερό θεμέλιο στη διαφορετική, επιθετική (έστω χαμογελαστή και με μυριάδες υπονοούμενα) επίδραση της αντικουλτούρας των 60's.

Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Αντικουλτούρα // 1966-68 Μέρος Πρώτο : "Μέχρι το πλοίο"

"Κύριο μέλημα της αντικουλτούρας είναι να εξαγγείλει έναν νέο ουρανό και μια νέα γη τόσο απέραντα, τόσο θαυμαστά ώστε οι άμετρες αξιώσεις της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης να εξαναγκαστούν σε οπισθοχώρηση, περιοριζόμενες σε μια δευτερεύουσα και περιθωριακή θέση στη ζωή των ανθρώπων"

Theodore Roszak "Η  γέννηση της αντί-κουλτούρας" (Εκδ. Futura)

Η αντικουλτούρα που γεννήθηκε αμέσως μετά τον B'  Παγκόσμιο Πόλεμο περνώντας μέσα από διάφορα στάδια εξέλιξης και με διαφορετικές διαδικασίες σε κάθε μορφή τέχνης, βρήκε την κορύφωση της στη δεκαετία του '60 και, μέσω της παντελώς υποκειμενικής μου γνώσης, στην τριετία που αναφέρει ο τίτλος. Οι αριθμοί και ο τρόπος που διαχωρίζουν και κατατέμνουν την καθημερινότητα των ζωών μας αποτελούν μια απλή καταγραφή για τη μνήμη. Τίποτα παραπάνω. Δεν είναι γεγονότα από μόνοι τους. Επιθυμώ να θυμηθώ κάποια σημαντικά απομεινάρια της αντίκουλτούρας στις τέχνες μέσα σε αυτή την τριετία.



Είναι δύσκολο, ίσως και αδύνατο να μιλήσει κανείς για τις όψεις της αντικουλτούρας σε γεγονότα που έλαβαν χώρα μέσα στα σύνορα της ελληνικής επικράτειας. Στην ουσία κάνω μια μεταφορά, μια αντανάκλαση-μια αντιπαραβολή ίσως-όσων συνέβησαν έξω από τα σύνορα με τα λιγοστά εντός των συνόρων.
Η αλήθεια είναι πως τα δύο χρόνια που προηγήθηκαν της απριλιανής Χούντας αποτέλεσαν μια μικρή φρεσκάδα προόδου στη μονολιθικότητα της κουλτούρας της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Επαφή με τα όσα συνέβαιναν εκτός υπήρξε επίσης. Επιλέγω να αναδείξω ένα απότοκο της συγκεκριμένης περιόδου με κριτήρια που και σε 'μένα τον ίδιο δεν είναι ξεκάθαρα. Γιατί το Μέχρι το πλοίο, η πρώτη ταινία του Αλέξη Δαμιανού εδώ;
Ίσως γιατί οι αιτίες, οι προβληματισμοί, οι προοπτικές και όσα περιβάλλουν την ταινία είναι κοντύτερα σε μας. Όσο και  μην υπάρχουν σύνορα στην τέχνη (που δεν υπάρχουν), όταν ζεις, παλεύεις και δρας στους ίδιους τόπους με τον x καλλιτέχνη, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες οι διαδρομές του μυαλού σου να τέμνουν τις δικές του. Απλά περισσότερες.
Μέσα τη χρονική διάρκεια του Μέχρι το πλοίο, το 1966, περιέχονται όλα όσα ο κινηματογράφος της Φίνος απέκρυβε. Ρεαλισμός (με τις επιρροές από την Ιταλία φανερότατες), καταγραφή, απουσία ωραιοποίησης και λεκτικών βερμπαλισμών. Με μια γλώσσα, τόσο στο επίπεδο των διαλόγων όσο και σε αυτό της εικόνας, η οποία απέχει έτη φωτός από την κινηματογραφική καταγραφή της εποχής.
Είναι αστείο όσο και ειρωνικό πως μέσα από τον mainstream Φίνο σχηματίζεται η εικόνα της Ελλάδας των πόλεων (της Αθήνας συγκεκριμένα), ενώ ο Δαμιανός επιλέγει να καταγράψει τη ζωή στην επαρχία, στο βουνό. Η ταινία του είναι όπως ακριβώς αυτή: τραχιά, μινιμαλιστική, σκληρή μα γεμάτη ζωή, αγώνα, αντιθέσεις και δυσκολίες,
Ο φακός του πολυπράγμονα Δαμιανού ακολουθεί την πορεία ενός, μέλλοντα, μετανάστη από τη ζωή στο ορεινό χωριό του μέχρι το πλοίο για την Αυστραλία. Μέσα σε αυτή τη διαδρομή διαγράφονται χαρακτήρες της εποχής (αλλά και πολλών δεκαετιών πριν, μιας χώρας αλλά και μιας κοινωνίας που δεν υπάρχει πλέον) άντρες και γυναίκες. Ο τρόπος που παρουσιάζονται είναι μεστός, συχνά όχι πολύχρωμος, αλλά μέσα από την εναλλαγή των καταστάσεων φανερά ανοιχτός σε ερμηνείες και επεξηγήσεις.
Μία από τις συνθήκες που κάνουν το Μέχρι το πλοίο να ξεχωρίζει είναι και η εικόνα της γυναίκας όπως αυτή αποτυπώνεται στην-γυναικάρα και αγρίμι την ίδια στιγμή-ηρωίδα της Βένιας Παλλήρη. Καταπίεση και αδυναμία υπεράσπισης της προσωπικής ελευθερίας μαζί με μάχη για την ταυτότητα της ως γυναίκα. Θεωρώ πως λίγα χρόνια αργότερα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στην Αναπαράσταση το πήγε αρκετά βήματα παρακάτω, αλλά εδώ η πρωταγωνίστρια του Δαμιανού φωνάζει υπερασπιζόμενη, με όποιο τρόπο επιθυμεί αυτή, την ελεύθερη έκφραση της σεξουαλικότητας της.
Η επιθυμία του σκηνοθέτη να καταγράψει μια άλλη διαφορετική Ελλάδα και να τη σχηματοποιήσει ως έχει και καθόλου ωραιοποιημένη μαζί με τα πανέμορφα πλάνα της φύσης μετατρέπουν τις εικόνες σε ποίηση. Άλλωστε το Μέχρι το πλοίο βασίζεται κυρίως σε αυτές και πολύ λιγότερο στο λόγο. Η υψομετρική κάθοδος του πρωταγωνιστή-σκηνοθέτη από το βουνό στο λιμάνι μοιάζει σαν μια αναπόφευκτη, για τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής, πορεία προς την Κόλαση. Ταυτόχρονα ήταν και και η προσωπική διαδρομή χιλιάδων ανθρώπων εκείνα τα χρόνια.
Αυτό το δίπολο ρεαλιστικής καταγραφής και ποιητικής αφήγησης για μια κοινωνία που αλλάζει δραματικά, αποτελεί τον πυρήνα της ταινίας. Ο Δαμιανός δεν αντιμετωπίζει το θέμα του με την ψυχρή ματιά ενός παρολίγο ντοκυμαντερίστα, αλλά με την αγάπη του καλλιτέχνη που βιώνει μια πραγματικότητα με την οποία έρχεται σε άμεση και καθημερινή επαφή με όσα μας παρουσιάζει.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Για τον Alan Vega



Aυτό το μικρό κείμενο αποτελεί μια εισβολή στην καθημερινότητα μου. Το γράφω με τη μορφή του επείγοντος σε αντιδιαστολή με τον ραχάτικο τρόπο που επιλέγω (έστω επιλέγει ο ναρκισιστικός εαυτός μου) να εκφράζομαι εδώ και τους ρυθμούς μου. Απλά κάποια γεγονότα σε αγγίζουν, έστω και από απόσταση μερικών χιλιάδων χιλιομέτρων, και σε σκουντάνε βίαια να τα προσεγγίσεις.

Ο Alan Vega ήταν τυχερός. Πολύ. Έζησε και δημιούργησε μέσα σε ένα περιβάλλον, σε έναν μικρόκοσμο αμφισβήτησης και ριζοσπαστικότητας. Στον απόηχο της επιθετικής αντικουλτούρας των 60's η Νέα Υόρκη των 70's αποτέλεσε τη μήτρα για όλους τους παράξενους και τα φρικιά. Δυστυχώς τότε, αλλά κυρίως με τον καιρό, όλα ταμπελιάστηκαν βάναυσα κάτω από τη μαρκίζα του πανκ. Φαντάζομαι πως ο ίδιος ο Vega θα είχε να πει πολλές ιστορίες για τον τρόπο που αντιμετώπιζε τους Suicide το, δήθεν, προχώ πανκ κοινό, το ίδιο και ο Martin Rev που με νάρκωσε με το ρετρό-Suicide live του κάτι χρόνια πριν στο Bios.

Τι ήταν αυτό το τόσο θελκτικό στη μουσική των Suicide; Στους πρωτόλειους ρυθμούς από ένα πανάρχαιο σύνθι πάνω σε φωνητικά ενός αναρχικού πριμιτιβιστή. Δεν ξέρω. Ίσως ήταν η ψύχωση της μεγαλούπολης, ίσως το άτεχνο της έκφρασης, το anybody can do it, Ο ορισμός του d.i.y. Το αληθινό πανκ δηλαδή. Ισως η χωρίς ντροπή ψηλάφηση του σκοταδιού, προσωπικού αλλά και κοινωνικού. Θεωρώ το πρώτο άλμπουμ των Suicide και τα αλλεπάλληλα ακούσματα του μια formative εμπειρία για τη ζωή μου. Αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ.

Εμείς είμαστε οι τυχεροί. Όσοι τον ακούσαμε, πωρωθήκαμε, και χτυπηθήκαμε στους ρυθμούς. Όσοι φοβηθήκαμε μήπως οι στίχοι του μιλούσαν για μας. Όσοι πιάνοντας, κάπου και κάποτε, τα πλήκτρα ενός σύνθι θελήσαμε να παίξουμε το Frankie Teardrop.

Όσοι, με τη σειρά μας δακρίζουμε, όχι πλέον για τον Frankie αλλά για σένα Alan.

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Tuli


Γεια σου Tuli. Έξι χρόνια μακρυά από τούτο τον πλανήτη. Είναι πολλά.

Morning morning 
Feel so lonesome in the morning
Morning morning
Morning brings me grief
Sunshine sunshine
Sunshine laughs upon my face
& the glory of the growing
Puts me in my rotting place
Evening evening
Feel so lonesome in the evening
Evening evening
Evening brings me grief
Moonshine moonshine
Moonshine drugs the hills with grace
& the secret of the shining
Seeks to break my simple face
Nighttime nighttime
Kills the blood upon my cheek
Nighttime nighttime
Does not bring me to relief
Starshine starshine
Feel so loving in the starshine
Starshine starshine
Darling kiss me as I weep

Tuli Kupferberg "Morning, morning"

Δες και τη δισκογραφία των The Fugs και το τεύχος 14 του Πανοπτικόν.

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Η κοινωνική πραγματικότητα που συνοδεύει τη στρατευμένη τέχνη




"Το Metamorphoses nocturnes, η πρώτη μου σύνθεση για κουαρτέτο εγχόρδων, γράφτηκε στη Βουδαπέστη το 1953-54, αλλά παρέμενε στα συρτάρια μου μια και το να αποδοθεί ζωντανά ήταν αδύνατο. Η ζωή στην Ουγγαρία της εποχής στέναζε κάτω από μια κομμουνιστική δικτατορία και η χώρα ήταν εντελώς αποκομμένη από οποιαδήποτε πληροφορία προερχόταν από το εξωτερικό. Οι επαφές με ανθρώπους εκτός της χώρας απαγορεύονταν, το ίδιο και τα ταξίδια. Οι εκπομπές των Δυτικών ραδιοφώνων κόβονταν και μουσικές συνθέσεις, ακόμη και βιβλία, δεν μπορούσαν να φτάσουν στην Ουγγαρία αλλά ούτε και να σταλούν έξω. Αυτή η απομόνωση δεν περιοριζόταν μόνο στις επαφές με τη Δύση αλλά και με τις υπόλοιπες χώρες του ανατολικού μπλοκ.
Την ίδια εποχή, στη Βουδαπέστη, αναπτύχθηκε (σημ.: από την ανάγκη) μια κουλτούρα που ονομάστηκε των κλειστών δωματίων μέσω της οποίας οι καλλιτέχνες, κατά κάποιο τρόπο, αποτελούσαν εσωτερικούς μετανάστες. Η επίσημη τέχνη, η οποία μας είχε επιβληθεί, ήταν ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, μια χαμηλού επιπέδου τέχνη η οποία σαν στόχο είχε τις μάζες προπαγανδίζοντας τις επίσημες θέσεις του καθεστώτος. Υπήρχε μια καθολική απαγόρευση σε κάθε είδους μοντέρνα τέχνη. Η πλούσια συλλογή από Γάλλους και Ούγγρους ιμπρεσιονιστές στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Βουδαπέστης, για παράδειγμα, βρισκόταν κάπου κρυμμένη και αποθηκευμένη.
Η κατάσταση ιδιαίτερα στη λογοτεχνία έφτανε στα όρια του παραλόγου με βιβλία να εξαφανίζονται ξαφνικά από βιβλιοθήκες και βιβλιοπωλεία (όπως, για παράδειγμα ο Δον Κιχώτης). Στον τομέα της μουσικής ο Μπέλα Μπάρτοκ, ο οποίος είχε πεθάνει το 1945, θεωρούνταν ως ο μεγάλος εθνικός συνθέτης αλλά και αντιφασίστας ήρωας, αλλά τα περισσότερα έργα του υπόκειτο σε λογοκρισία. Τα μόνα που μπορούσαν να εκτελεστούν ζωντανά ήταν το Κονσέρτο για Ορχήστρα, το τρίτο Πιάνο Κονσέρτο και τα λιγότερο επικίνδυνα, ας το πούμε έτσι, επηρεασμένα από την παράδοση έργα του.
Όμως το γεγονός πως το μοντέρνο ήταν απαγορευμένο (όπως ακριβώς στη ναζιστική Γερμανία) μεγάλωσε τη θέληση για καθετί νέο στην τέχνη μεταξύ των ριζοσπαστών καλλιτεχνών. Βιβλία γράφονταν, μουσική συνθέτονταν και εικαστικοί ζωγράφιζαν στα κρυφά και αυτά στον λίγο ελεύθερο χρόνο που διέθεταν. Το να δημιουργείς κάτι που θα έμενε στο συρτάρι σου για πάντα κρυμμένο, θεωρούνταν τιμή."

György Ligeti, μιλώντας για τις πρώτες του συνθέσεις για έγχορδα ( η μετάφραση δική μου)

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Μπάμπης




Πρόλαβα, οριακά λόγω εφηβείας, τις Τρύπες να παίζουν ακόμη στο Αν. Θυμάμαι πολύ καλά τις εποχές με τα πετρίδια σε συναυλίες τους. Μου έχει χαραχθεί έντονα στο μυαλό η δυσφορία τους για τέτοια σκηνικά, μια δυσφορία που στο μετεφηβικό μυαλό μου καταγράφηκε με αρνητικό τρόπο.
Φυσικά, τώρα, δεν το βλέπω έτσι. Ήθελαν να έχουν το διακαίωμα να παίζουν, να μπορούν να εκφραστούν, ήταν περισσότερο (έστω και αν η λέξη παραμένει τζιζ στο αξιακό θυμικό μου) επαγγελματίες ή να θες να είσαι καλοπροαίρετος μαζί τους, περισσότερο αφοσιωμένοι. Σόρρυ που την χαλάω στους μύστες της χαλαρότητας αλλά η αφοσίωση και το πάθος προχωρούν τα πράγματα μπροστά.

Προφανώς και οι Τρύπες (τουλάχιστον για όσους είχαν στραμμένες τις κεραίες τους απροκάλυπτα και προς το εξωτερικό) δεν έφεραν κάποια ριζοσπαστική αλλαγή στην τέχνη του rock n' roll. Εξίσου προφανές,όμως, είναι πως για πολλούς από εμάς αποτέλεσαν μία από τις πύλες για το παρακάτω. Έχω πολύ καθαρά την εικόνα του Μπάμπη Παπαδόπουλου στο μυαλό μου, να ταλαιπωρεί την κιθάρα του ζωντανά, μια προσωπική μου εισαγωγή στο no wave, στους Sonic Youth΄(και ξέρω στα σίγουρα πως τους άρεσαν) που τότε ερωτευόμουν, στον κιθαριστικό θόρυβο και τη σκοτεινή του ενέργεια που με βοήθησε να αποδράσω από πολλά.

Μεγαλώνοντας προσπάθησα να ακούσω και να εκφραστώ μέσα από κάθε τι μου φάνταζε αληθινό. Ότι σκατά και να'ταν. Η αγάπη μου (αρχικά παντελώς ασυνείδητα) προς κάθε είδους λαϊκή μουσική, η Κρήτη με τη συνέχεια της στις μουσικές φόρμες, και κάμποσα άλλα με έκαναν απόλυτα δεκτικό στην μουσική παράδοση του ελλαδικού χώρου. Και συνάμα απόλυτα κριτικό και σκεπτικιστή απέναντι στο κατάντημα της ως ένα βραδυκίνητο τοτέμ επανάληψης των ίδιων μοτίβων σε όλα τα επίπεδα. Η μουσική του Θανάση Παπακωνσταντίνου, όσα περιέγραφε-και κυρίως όσα λυσσομανούσαν κάτω από την επιφάνεια-με έπιασε από την αρχή. Μέσα στα τραγούδια άκουγα το αυθεντικό λαϊκό (έστω, ειδωμένο από μια λόγια οπτική, λες και τα βιβλία του Πετρόπουλου με ποια λογική προσεγγίζαν το υλικό τους;) των Χειμερινών Κολυμβητών και της Εκδίκησης της Γυφτιάς σε μια μείξη με την παράδοση του τόπου του, της Λάρισας αλλά και των βουνών που περιβάλλουν τον κάμπο, των παιδικών του χρόνων. της αυθεντικής πατρίδας όλων μας.

Δεν γνωρίζω κανέναν προσωπικά, δεν το επιδιώκω κιόλας, δεν έχω inside inforamtion. Η πρώτη παρουσία του Μπάμπη στο Βραχνό Προφήτη του Θανάση, αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο. Είναι αλήθεια, πως πέρα από συμπάθειες ή αντιπάθειες η μουσική του Θανάση διένυσε μέσα σε μια δεκαετία μια τεράστια απόσταση για τα ελληνικά δεδομένα. Μια απόσταση που κανείς άλλος δεν διένυσε, τουλάχιστον από το '74 και μετά. Η παρουσία του Μπάμπη Παπαδόπουλου στο Βραχνό Προφήτη, στην Αγρύπνια αλλά και αλλού, όπως στο λάιβ άλμπουμ, μπολιάζει τη σύγχρονη λαϊκή παραδοσιακή μουσική του Παπακωνσταντίνου με το τώρα των τελών της δεκαετίας του '90. ένα κιθαριστικό post-rock τώρα απόλυτα ανοιχτό σε πολλούς πειραματισμούς-λέγε με δοκιμές. Ο Θανάσης είχε το χάρισμα να διαλέγει συνεργάτες.

Θεωρώ την παρουσία του Μπάμπη καθοριστική ώστε να μεταλλαχθεί η μεταμοντέρνα αυτή οπτική της παράδοσης σε ένα τελείως διαφορετικό κτήνος, όπως αυτό ακούγεται στο live με τους Λαϊκεδέλικα. Ένα ηλεκτρικό με μπόλικο feedback κτήνος.Η προσπάθεια για κάτι το διαφορετικό-και ω εκ του θαύματος δημοφιλές και δεν θα το δαιμονοποιήσω καθόλου αυτό-συνεχίστηκε με το άκρως πειραματικό Η βροχή από κάτω σε μια πορεία που στα δικά μου μάτια παρήγαγε την πιο μοντέρνα νέα ελληνόφωνη μουσική για δεκαετίες.

Προσπαθώ να βρω τις καθημερινές μου νόρμες σε μια αέναη διαδικασία επαναπροσδιορισμού μου, πράξεων αλλά και σκέψεων. Έχοντας τη μουσική ως συχνό μου συνοδοιπόρο, μπαίνω στην ίδια διαδικασία αφουγκραζόμενος αυτούς που την παράγουν, τους μουσικούς. Μέσα από τα προσωπικά του  άλμπουμ ( μουσικές που πραγματικά αξίζουν τον τίτλο της προσωπικής έκφρασης) παρατηρώ και προσπαθώ να καταλάβω έναν καλλιτέχνη που ενώ έχει το "όνομα", τις "συνεργασίες" και δεν ξέρω 'γω τι άλλο, παραμένει down to earth. Ένας από εμάς. Στα Σκηνές από ένα ταξίδι, Μέσα από την σπηλιά του δράκου φαντάζομαι τον ίδιο ως έναν δράκο που παλεύει να αποφύγει τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη του χιπ, της πόζας και της ανελέητης σόσιαλ έκθεσης. Ακριβοθώρητος για όσους βλέπουν αλλά δεν ακούν.

Παραμένει, ακόμη και όντας μόνος του, το ίδιο ελάχιστα εγωιστής όπως στις συλλογικές ηχογραφήσεις που προανέφερα, φτάνοντας στα έγκατα του ψυχισμού του (και του ψυχισμού μου) με το Μέσα στον πόνο ειν' η χαρά, μεσ' στην χαρά είναι ο πόνος. Τον παραδέχομαι. Όλοι εμείς οι μικροί ναρκισσιστές της καθημερινότητας που βλέπουμε ως έναν καθρέφτη αυτοθαυμασμού τις επαφές (διαδικτυακές ή μη) με τον υπόλοιπο κόσμο, θα μπορούσαμε να καταλάβουμε πως υπάρχει και άλλος δρόμος έκφρασης. Το ότι το αντιλαμβάνομαι αυτό στις ηχογραφήσεις του, με κάνει κάπως αισιόδοξο για τη σωτηρία της δική μου ψυχής...

Αντιμετωπίζοντας το αριστούργημα του Οικονομίδη Το μικρό ψάρι ως μια ολότητα μαζί με τη μουσική του, ίσως μπορέσεις να δοκιμάσεις πιο εύκολα το συναίσθημα της ικανοποίησης που δίνει η ελάχιστα εγωιστική καλλιτεχνική έκφραση. Η μόνη αληθινή, αν θες τη γνώμη μου, και τα εκφραστικά μου μέσα αδυνατούν να συγκεκριμενοποιήσουν αυτό που δεν είναι απόλυτα μετρήσιμο Ένα μικρό ψάρι είναι και ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, όπως όλοι μας, που επιλέγει πρώτα να καταδυθεί στα προσωπικά του σκοτάδια ώστε να έχει μεγαλύτερη αξία η ανάδυση,ξανά, προς το φως.

Και αν το διάβασες όλο αυτό ως μια άτυπη αγιογραφία, ας είναι.

Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Upset the rhythm: d.i.y. ποπ εικονοκλάστες



Σερφάροντας στο site της δισκογραφικής και όχι μόνο Upset the Rhythm από το Λονδίνο κάποια σημεία γίνονται αμέσως απόλυτα φανερά. Πολυχρωμία, χιούμορ και φαντασία (διάβασε τα κείμενα μέσα στο site-κείμενα που απέχουν παρασάγγας από τα στημένα δελτία τύπου), νεανικό πάθος και ενέργεια.
Είναι βιωματικά, πιστεύω, πεποίθηση πως πλέον το rock n' roll έχει ελάχιστα να πει και να δώσει στο μόνιμο target group του, το νεανικό κοινό πέρα από τις εξ ορισμού ελάχιστα επιδραστικές σε ευρύτερες μάζες ανθρώπων, υποκουλτούρες. Αυτό που κάνει την εταιρία και τις κυκλοφορίες τις τόσο ψυχαναγκαστικά απαραίτητες για το προσωπικό μου γούστο είναι (πέρα από την ίδια την υποκειμενικότητα αυτού) πως μου μοιάζει να αποτελεί την άλλη άκρη μιας γραμμής.
Μια γραμμής που ενώνει τα ύστερα, χρονικά, του post-punk των παιδιών της διπλανής πόρτας, όπως οι Young Marble Giants και οι Au-Pairs, την αισθητική και καλλιτεχνική άποψη της παλιάς Rough Trade ( τώρα που το σκέφτομαι είναι ότι κοντινότερο σε αυτή στο σήμερα) και τη διακριτική διαφορετικότητα all girls groups όπως οι Raincoats και οι Electrelane να ξιφουλκούν στον macho σεξιστικό κόσμο του ροκ.
Ίσως γενικεύοντας, ίσως μετονομάζοντας το κάρβουνο σε χρυσό, μέσα από την πραγματικότητα αλλά και την εικόνα της εταιρίας διακρίνω έναν φεμινισμό αλλά στην πράξη όπως αυτός εκφράζεται σε groups όπως οι Trash Kit. Προτιμώ, ειδικά μέσω μη λεκτικών βερμπαλισμών, τις έμφυλες αναζητήσεις-προτάσεις όπως αυτές προβάλλονται μέσα από πραγματικούς ανθρώπους και τη διάδραση τους, παρά σε θεωρητικές μπροσούρες,
Μέσω των μουσικών κυκλοφοριών της η Upset the Rhythm εγκολπώνει μανιέρες διαφορετικότητας όπως ο John Maus ο οποίος εδώ βρίσκει το χώρο να χειριστεί την electro pop του ως όπλο προσωπικής γκέυ σεξουαλικής έκφρασης. Ας μην κοροϊδεύομαστε,  ακόμη και σήμερα αυτός ο χώρος για τη διαφορετική έκφραση δεν είναι δεδομένος ούτε και θέσφατο. Όταν αυτό δίνεται αποτελεί μια επιλογή (ειδικά για αυτόν που βάζει το χέρι στην τσέπη για να καταστεί αυτό εφικτό) πρέπει, έχουμε "υποχρέωση", να το καταγράφουμε με ένταση.
Πέρα από το πάντα υπαρκτό, όταν μιλάμε για ανεξαρτησία από τις πατρωνίες στην τέχνη, πολιτικό σκέλος της ελεύθερης έκφρασης, μέσα από τις πολλές κυκλοφορίες της αισθάνομαι τη βαθύτατη επιθυμία τους να αποενοχοποιήσουν το ρυθμό αλλά και την κίνηση των σωμάτων (μη γελιέσαι, στους avant garde κύκλους αυτό ισχύει) έχοντας παράλληλα ως μπούσουλα την εσωτερικότητα και τους χαμηλούς τόνους των Young Marble Giants.
Ενθουσιάζομαι με τις μικρές επαναστάσεις της καθημερινότητας και θα βρεις πολλές τέτοιες εδώ. Κιθάρες, μπάσα και ντραμς όχι πλέον βαρετά, όχι πλέον όργανα μιας ψεύτικης αντρικής δύναμης αλλά φορείς μιας περισσότερο ευαίσθητης δυναμικής. Και ξεδιάντροπα όμορφης! Ηλεκτρονικοί ήχοι και σύνθια που κοιτούν στο μέλλον ακόμα και όταν είναι αδιαπραγμάτευτα old fashioned. Πουθενά δεν θα βρεις, ούτε θα ακούσεις την ξιπασιά του προχώ και του hip στις ηχογραφήσεις της εταιρίας. Χαρά, αληθινή χαρά και μόνο, μαζί με lo-fi αισθητική η οποία αποτελεί, εκτός από το καλλιτεχνικό της κομμάτι, και μια οικονομική επιλογή που απορρέει από το ρεαλισμό του σήμερα.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως τέτοιες σπουδαίες, σε όλα τα επίπεδα, προσπάθειες είναι  και γέννημα του χώρου που συμβαίνουν.Στην προκειμένη περίπτωση του Λονδίνου μιας πόλης που εδώ και δεκαετίες  αλληθώριζε καλλιτεχνικά και προς τις δύο πλευρές του Ατλαντικού μετατρέποντας κάθε τι καλό-σε Ευρώπη και Αμερική-σε δικό της πλεονέκτημα. Δε γνωρίζω πως το Brexit, και αν, μπορεί να το αλλάξει αυτό, πάντως έχω δει στην πράξη τις μικρές υποκουλτούρες και, κυρίως τις ομαδοποιήσεις like minded wannabe free ανθρώπων που δημιουργεί, και πως αυτές επιλέγουν με πάθος να εκφραστούν διαφορετικά.
Γιατί, στη σούμα, μιλάμε για το θράσος, το πάθος, τη θέληση, προφανώς και την ανάγκη αν εκφραστείς διαφορετικά, να δημιουργήσεις μικρές ζώνες ουτοπίας και αυτές να λειτουργούν αυτόνομα προσπαθώντας να ενσωματώσουν όλο και περισσότερους, προτείνοντας και προκαλώντας.
Άρα και μεγαλώσουν.