Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Τα ξόρκια του Bill Orcutt



Η σχετικότητα του χρόνου, τόσο σε συναισθηματικό και προσωπικό επίπεδο, όσο και για τη φυσική, αποτελεί μια πραγματικότητα που συνήθως αρνούμαι να σταματήσω να απολαμβάνω.Αποτελεί σωματική αλλά και πνευματική καταπόνηση να προσπαθήσει κανείς να διαχωρίσει το χωροχρονικό συνεχές όσων λέγονται και υπονοούνται από το χρονικό τους στίγμα...
Η σχετικότητα της σύνδεσης του τι λέγεται και εκφράζεται στο τώρα με το που αναφέρεται χρονικά συνήθως αποκτά τη δυναμική μια φυγόκεντρου δύναμης. Εστιάζοντας στη σχέση αυτού που λέγεται με το τώρα. χάνεις τον πυρήνα που δεν είναι άλλος από το τι εκφράζεται και τι αυτό θέλει να πει και να δείξει. Εννοώ να θέλω να μάθω πια είναι η ουσία όσων, σε πλήρη ταύτιση με τη σχέση παρελθόντος και παρόντος όπως την εννοούσε ο Ουμπέρτο Έκο στα μυθιστορήματα του, λέγονται και όχι πότε αυτά εκφράστηκαν και σε ποιο χρονικό ορίζοντα ανήκουν.
Αναφερόμενος στα παραπάνω, επιθυμώ να τονίσω το νόημα που έχει η αναφορά μου σε ένα μουσικό προϊόν δέκα ετών ήδη, του 2009 και πως αυτό διαπλέκεται με το τότε παρόν το δημιουργού του και βασικά με το δικό μου σήμερα. Πιθανότατα σύμπασες οι σχέσεις όλων των παραπάνω να είναι σαφώς περισσότερο πολύπλοκες απ' ότι οι ικανότητες στο γραπτό λόγο μου επιτρέπουν να εκφράσω.

Ο Bill Orcutt υπήρξε μέλος ενός γκρουπ, των Harry Pussy, που άλλοτε ως duo και άλλοτε ως τρίο υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικό (ναι, να τρέμετε εσείς Lightning Bolt). Οι Harry Pussy αποτέλεσαν ένα από τα ελάχιστα ροκ σχήματα που τα τελευταία 25 χρόνια δοκίμασαν να επαναπροσδιορίσουν το ροκ. Μέσα από μια έντονα δηλωτική και προφανή hardcore ματιά (όμοια με τις λογικές που ανατρέχουν το καταπληκτικό δίδυμο που έχει φτιάξει ο ίδιος με τον σπουδαίο Chris Corsano) πήγαν το είδος στα όρια του, ενώ, ανάμεσα στα άλλα που δοκίμασαν να αναμετρηθούν, η παρουσία μια γυναίκας στα ντραμς, της Adris Hoyos, δημιούργησε ένα έντονο έμφυλο δίπολο και όχι μόνο στις τάξεις του γκρουπ. Δεν θέλω να μπω στα προσωπικά, αλλά δεν μπορώ να τα αποφύγω κιόλας (γιατί απλά δεν γίνεται όπως είχα σχολιάσει σε άλλο ένα άχρηστο κείμενο εδώ) . Ο χωρισμός του Orcutt με την Hoyos οδήγησε, προφανώς και δυστυχώς, στη διάλυση του γκρουπ μεν, αλλά και στην εξαφάνιση του Bill Orcutt από τη δισκογραφία (δεν γράφω τη μουσική) για μια δεκαετία δε.

Διαθέτω κάποιες παντελώς προσωπικές αρχές για να αντιμετωπίζω τις προσωπικές στάσεις των ανθρώπων - σε οποιοδήποτε ζήτημα. Παραμένοντας κάποιος που ποτέ δεν κυνήγησε την καριέρα, δίνω απόλυτο σεβασμό σε αυτές και αυτούς που κάποια στιγμή (δεν έχει σημασία το χρονικό μέγεθος αυτής) τα "παρατούν" όλα, παίρνουν το χρόνο τους και, βέβαια, δεν παίζουν κανένα παιχνίδι με βάση τις λογικές της κοινωνίας του θεάματος και της κατανάλωσης. Μην κοροϊδευόμαστε, αυτές οι λογικές δεν υπάρχουν μοναχά σε ένα - ορατό για όλους- μακροεπίπεδο, αλλά και στους δικούς μας ξεχωριστούς μικρόκοσμους. Και μας γαμάνε πατόκορφα, μετατρέποντας μας σε ανδρείκελα.

Η επιστροφή του Orcutt στη δισκογραφία επιτελείται με αυτό το άλμπουμ, το A New Way To Pay Old Debts, ένα μετά-blues αριστούργημα (από τα καλύτερα για το 2009 και ποιος νοιάζεται; ε εγώ νοιάζομαι και παίζω κάθε χρόνο αυτό το παιχνίδι) που τραβάει το είδος κάμποσα βήματα παρακάτω, παιγμένο με μια αβάντ μινιμαλιστική διάθεση. Αφαιρώντας τις δύο μεσαίες χορδές της ακουστικής του κιθάρας, o Orcutt προχωρά σαν να βρίσκεται σε μια διχάλα. Από τη μία παραμένει εντελώς stripped down όντας μια σόλο ηχογράφηση, από την άλλη χρησιμοποιεί την κιθάρα ως ένα, εκτός από έγχορδο φυσικά, κρουστό όργανο. Της επιτίθεται. Με την αγάπη του ερωτευμένου και την επείγουσα ανάγκη να βγουν από μέσα του όσα μαζεύτηκαν. Σαν να ακούμε παραπάνω από έναν άνθρωπο εκεί μέσα στο χωροχρονικό του τούνελ. Ταυτόχρονα στις γραμμές του βινυλίου καταγράφεται κάθε μορφασμός, μικρή κραυγή, σφύριγμα και οτιδήποτε άλλο από τον ίδιο εντείνοντας σε τρομακτικό βαθμό το impact όσων φτάνουν στα αυτιά σου. Οι επιλογές των τίτλων μου θυμίζουν την μπρεχτική χαρμολύπη μέσα στη ίδια πρόταση. Αλλού μου μοιάζουν ταυτόσημοι με την μόνιμη ειρωνεία που διαθέτει η όψη του Bill Orcutt

Το άλμπουμ καταγράφει επακριβώς τα ξόρκια που κάνει ο Orcutt (δεν ξέρω τι και πως και γιατί, ούτε και θέλω να μάθω, μου φτάνει η καταγραφή) επιτιθέμενος στο παρελθόν, στο παρόν ίσως, σε σκέψεις και συναισθήματα; Δεν με ενδιαφέρει να μάθω, ούτε και να ξεπεράσω το όριο που μου αναλογεί. Μου φτάνει που μιλά για 'μένα, απευθύνεται σε εμένα και ξορκίζει τους δικούς μου εφιάλτες που εφορμούν σε καθημερινή βάση από διάφορα σημεία εντός μου και δεν έχουν χρονικές αναφορές. Μου μοιάζουν πλέον άχρονα σκουλήκια που τρώνε τις σάρκες μου και τρέφονται από τους φόβους και τις αβαρίες μου. Και κυρίως από τις μικρές εσωτερικές μου κακίες, αυτές τις σιχαμένες. Ώρα να βγουν τα χρέη στο φως και να πλερωθούν, αυτή η μουσική.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Η Ευνοούμενη, του Γιώργου Λάνθιμου



Δεν έζησα ποτέ μου μέσα σε ιδιαίτερη οικονομική άνεση. Είμαι περήφανος που οι γονείς μου με έμαθαν να εκτιμώ το φαΐ, τη διαθεσιμότητα του και την αναγκαιότητα της ύπαρξης του πρώτα απ' όλα τα υπόλοιπα. Οι μεταγενέστερες εμπειρίες μου με δίδαξαν πως αυτός που πεινά δεν σκέφτεται ιδιαίτερα, αλλά προσπαθεί να ικανοποιήσει τη βασικότερη των αναγκών, την επιβίωση. Και πολύ καλά πράττει. Προφανώς οι παραπάνω συλλογισμοί δεν είναι αρκετοί ώστε να εξηγήσουν την τεράστια κατανάλωση ποπ-κορν και τσιπς κατά τη διάρκεια ενός φιλμ που αποτελεί από μόνο του τροφή για σκέψη. Πάμε παρακάτω.

Το κινηματογραφικό σύμπαν που δημιουργεί ο Γιώργος Λάνθιμος συνεχώς επεκτείνεται προς τέρψη όλων όσων από εμάς δεν πιστεύουμε σε κανενός είδους στρατευμένο κινηματογράφο. Θεωρώ πως αυτός ο κόσμος, όπως τον ξέρουμε, προχώρησε μοναχά από αυτούς και αυτές που αγάπησαν πολύ, ήταν φανατικοί και μιλούσαν μόνο με τις δικές τους αλήθειες. Κάπου εδώ ανάμεσα θα βρεις (τοποθέτησε το εσύ εκεί που σου ταιριάζει) το σινεμά του Λάνθιμου. Ίσως η κόλλα που επανασυγκολλά τα πολλά κομμάτια του λανθιμικού παζλ να είναι οι εμμονές του. Σε αυτές θα προσέθετα, αυτό που εγώ βλέπω ως, ίσως, μοναδική κοινή συνισταμένη των ταινιών του, την κριτική προς την εξουσία έτσι όπως αυτή παρουσιάζεται στους καθημερινούς μικρόκοσμους μας. Αλλά και, όπως το  Η Ευνοούμενη μας την παρουσιάζει, και στα μεγαλύτερα μακροεπίπεδα των ζωών μας. Η κριτική αποδόμηση που της κάνει είναι ολοκληρωτικά απαξιωτική αλλά δεν εμπεριέχει κανένα στοιχείο διδακτισμού. Το σύμπαν του σκηνοθέτη δεν επιθυμεί να προσκομίζει ξεκάθαρες απαντήσεις, το έχουμε μάθει καιρό τώρα και το απολαμβάνουμε.

Το Η Ευνοούμενη είναι μια, υποτίθεται, ταινία εποχής. Θα την χώριζα σε δύο μέρη. Στο πρώτο μισό αποτελεί ένα διασκεδαστικό κατασκεύασμα που όπως κάθε σοβαρό δημιούργημα, επιθυμεί να μην παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά. Μέσα από σκηνές μαύρου χιούμορ, αποδόμησης των διαλόγων και ξεκάθαρης ειρωνείας, το Η Ευνοούμενη αποτελεί μια ολωσδιόλου διασκεδαστική ταινία και αυτό το σχόλιο δεν το υποτιμά καθόλου. Περνάς καλά, ευχαριστιέσαι το χιούμορ και τα καταπληκτικά σκηνικά και κοστούμια. Οι ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστριών (Ολίβια Κόουλμαν, Ρέιτσελ Βάις και Έμμα Στόουν) είναι καταπληκτικές και συνάμα επιβεβαιώνουν την δική μου εντύπωση πως ο Λάνθιμος κατορθώνει, το καθόλου εύκολο, να παίρνει σπουδαίες ερμηνείες από τα πρωταγωνιστικά μέλη του καστ. Πάντοτε. Το τρίο των γυναικών με κάνει να χαίρομαι για τις ερμηνείες του και αποτελεί άλλη μια, απαραίτητη, πετρούλα απέναντι στον πάντα παρόντα σεξισμό της μεγάλης οθόνης. Το ίδιο τρίο και η διάδραση του αποτελούν τον πυρήνα της πλοκής και τον ενοποιητικό παράγοντας της ευχαρίστησης που ανέφερα πιο πάνω.

Στο δεύτερο μέρος της η ταινία μοιάζει να διασπάται σε περισσότερα μέρη ακολουθώντας τις διαφορετικές πορείες-εσωτερικές όσο και εξωτερικές-των τριών γυναικών. Η ιστορία βαραίνει καθώς οι συγκρούσεις που οι προσωπικές επιδιώξεις (αλλά και αδυναμίες) επιφέρουν καθιστούν την ενότητα στην αφήγηση προβληματική. Τώρα τα τυραννικά παιχνίδια εξουσιών αναλαμβάνουν να δραματοποιήσουν πλήρως την αφήγηση. Το σενάριο μας κλείνει το μάτι, με την απουσία του σεξ ως καθοριστικό παράγοντα της ιστορίας, για το πως η αναζήτηση της κυριαρχίας μέσω της εξουσίας αποτελεί ισοπεδωτικό παράγοντα για οτιδήποτε άλλο μας κάνει ανθρώπους. Αγάπη, αληθινή επικοινωνία, κατανόηση, ανοχή, έρωτας δεν έχουν θέση σε αυτό το διαρκές κυνήγι. Το κυνήγι της εξουσίας δεν έχει χώρο για την αθωότητα και τη μνήμη που η παρουσία των κατοικίδιων μέσα στο ίδιο το διαμέρισμα της βασίλισσας συμβολίζει.

Μετά το βαρύ και ασήκωτο στην οπτική διεκπεραίωση του προς τον θεατή Θάνατο του ιερού ελαφιού, η κάμερα του Λάνθιμου με ενθουσίασε με το παιχνίδι της. Τα σκηνικά, η εποχή, οι ιδιαιτερότητες των εσωτερικών χώρων της πλοκής προϋποθέτουν μια δυσκινησία, ίσως, της κάμερας. Το μάτι του σκηνοθέτη ξεπερνά αυτά τα, ας τα πούμε, εμπόδια με μια ενεργητικότητα, εναλλαγές στην οπτική της κάμερας και εναλλακτικές όψεις ενός, κατά τα άλλα, πολυφορεμένου φιλμικού σύμπαντος. Παράλληλα μέσα σε αυτό το βαρύ πλαίσιο η ματιά του σκηνοθέτη ξέρει να εστιάζει δυναμικά στις λεπτομέρειες προσώπων και σωμάτων. Και αν σε παλιότερες δημιουργίες του αυτό ήταν περισσότερο απαραίτητο λόγω της έλλειψης ακριβών σκηνικών ή της πολύ περισσότερο abstract ματιάς του, στις ημιφωτισμένες αίθουσες της Αυλής του 18ου αιώνα, αυτό αποτελεί σκηνοθετική επιλογή σημαντικού ρίσκου. Ο τρόπος που, μινιμαλιστικά και σε μια λογική του "τόσο όσο" χρησιμοποιεί την μουσική στις ταινίες του και δεν τις φορτώνει ποτέ με αυτή, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Ταυτόχρονα υποδηλώνει σαφώς την πίστη του ίδιου στο φιλμικό καμβά που δημιουργεί ώστε αυτός να έχει ελάχιστη-και μόνο όπου είναι απαραίτητο-ανάγκη το συναισθηματικό δεκανίκι της μουσικής υπόκρουσης.

Το τρίο των πρωταγωνιστριών στηρίζει την ταινία, αλλά και σαφώς στηρίζεται από το σενάριο. Μέσα από μεταβαλλόμενες σχέσεις αγάπης-μίσους όπως και νικητριών και ηττημένων, η ιστορία μας παρουσιάζει τρεις εξίσου τραγικές προσωπικότητες, συνολικά (και τελικά) ηττημένες. Πιστεύω πως πια η κοινή συνισταμένη των ταινιών του Γιώργου Λάνθιμου καθίσταται πλέον ολικά φανερή. Το απατηλό και έξω από την ανθρώπινη φύση κυνήγι της εξουσίας και όσων αυτή πρεσβεύει δεν αποτελεί παρά μια από την αρχή της διαδικασία ήττας που δεν έχει νικητές. Καμία από τις τρεις δεν κερδίζει, παρά μόνο εξαντλείται.

Η ταινία κλείνει με μια απαράμιλλη και σπουδαία σκηνή αισθητικής απόλαυσης και συγκινησιακής φόρτισης. Ο σκηνοθέτης μέσα από τις αντιθέσεις που δημιουργεί η σκηνή αυτή επιθυμεί να κάνει σαφές (ίσως για πρώτη φορά τόσο) το παραπάνω σχήμα της συνολικής ήττας των πρωταγωνιστριών. Αυτή η εξαίσια ταινία έρχεται πλέον να βάλει στο τραπέζι τη συζήτηση για την σημαντικότητα του Λάνθιμου. Στην ερώτηση του αν μπορεί κανείς να προβλέψει, διακρίνει ή και υποθέσει το επόμενο βήμα του, η απάντηση θα ήταν απόλυτα αρνητική. Δεν μπορεί. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο παράσημο για έναν καλλιτέχνη.

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

Η Μπέλλου τραγουδά Τσιτσάνη



Πάει καιρός που κλωθογυρνούσα στο μυαλό μου-πότε κοιτάζοντας τα, πότε ανακαλώντας τα στη μνήμη μου-τα χαρακτικά του του Τάσσου. Η γλυκειά χαύνωση της καθημερινότητας, οι αβαρίες της και, συχνότερα, οι προσωπικές μου καταισχύνες με καθυστερούσαν. Τα σχέδια του Τάσσου όμως εκεί. Να δηλώνουν τη σαφή ελληνικότητα τους. Να συσχετίζουν τη μουσική αυτού του άλμπουμ με το μινιμαλισμό τους. Να καταγράφουν την, όποια (συγχώρεσε με για τις συνδηλώσεις, δεν είμαι ειδήμονας) συνέχεια της τέχνης του με τη βυζαντινή αγιογραφία. Θα μπορούσε, άραγε, το εξώφυλλο του δίσκου να βρίσκεται σε κάποια εκκλησία; Απαντώ καταφατικά. Παράλληλα, τα σχέδια του Τάσσου, αυτά που διακοσμούν το Η Σωτηρία Μπέλλου Τραγουδά Τσιτσάνη, αποτελούν άλλο ένα κομμάτι του έντονου φετιχισμού με τα αντικείμενα που με διακρίνει. Θα ήταν το ίδιο άλμπουμ χωρίς αυτά; Μάλλον όχι, σίγουρα πάντως δεν θα αποτελούσε το ίδιο έντονα ένα αντικείμενο του πόθου μου.

Στα τέλη του 1974, μετά την αυτόβουλη πτώση της Χούντας, η ελληνόφωνη δισκογραφία γνωρίζει τεράστια άνθηση σε όλα τα επίπεδα. Ένα σωρό ηχογραφήσεις κάνουν την εμφάνιση τους, ανάμεσα τους και η υποφαινόμενη. Η τριετία που ακολούθησε την αλλαγή του πολιτεύματος, αποτελεί ίσως την πιο παραγωγική στην μεταπολεμική ελληνική δισκογραφία. Ποιοτικά και ποσοτικά κυκλοφόρησαν ηχογραφήσεις που έμειναν στην κουλτούρα και στον πολιτισμό της Ελλάδας. Πολλές από αυτές ρίζωσαν στο εσωτερικό πολλών ανθρώπων.

Το έντονο στόμωμα (λέγε με λογοκρισία και διωγμοί) του πρότερου καθεστώτος, έφερε ένα τεράστιο και αναμενόμενο μουσικό ξεμπούκωμα. Στην ουσία ένα σωρό τραγούδια που κρύβονταν σε συρτάρια, τσέπες και μυαλά ανασύρθηκαν στην επιφάνεια μια και λίγοι έως ελάχιστοι ήταν οι καταφερτζήδες που σαν τον Σαββόπουλο κατάφερναν να ξεπερνούν (με ποιο τρόπο άραγε;)τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη της χουντικής λογοκρισίας. Ένα από αυτά ήταν και το Η Σωτηρία Μπέλλου Τραγουδά Τσιτσάνη. Εκείνα τα χρόνια το ρεμπέτικο δεν υπήρχε, πλέον, ως ξεκάθαρη μουσική πρόταση. Παράλληλα το πολιτικό τραγούδι ανθούσε και μέσα από εσωτερικές διαδικασίες, μουσικές σταδίων και δημοφιλή-συνθηματικά άσματα η αριστερά, επιτέλους, πουλούσε ανοιχτά το αφήγημα της. Ντελάληδες της ήταν πολλοί με κυριότερους το Μίκη, τον Νταλάρα, την ιδιαίτερη περίπτωση του Μάνου Λοϊζου, τον Καλογιάννη. Ήταν τόσο δυνατό και με τέτοια δυναμική όλο αυτό το ποτάμι (και εξέφραζε βέβαια σαφείς και πραγματικές αναγκαιότητες λαϊκής έκφρασης) που συμπαρέσυρε τεράστιες μορφές όπως ο αξέχαστος Ψαρονίκος-Νίκος Ξυλούρης, ο οποίος ακολούθησε το ρεύμα, συχνά στην πρώτη γραμμή, σχεδόν αφήνοντας πίσω την τεράστια μουσική παράδοση που τον γέννησε και δημιούργησε.

Αυτό το άλμπουμ δεν ανήκε σε τίποτα από τα παραπάνω. Πολύ εύκολα, λοιπόν, αντιμετώπισε (ευτυχώς όχι σε μεγάλο βαθμό και μια ήδη το ρεμπέτικο ήταν αποδεκτό ενώ, ταυτόχρονα το ΚΚΕ είχε ανακαλύψει το νέο του εχθρό, το ξενόφερτο ροκ της καπιταλιστικής μπουρζουαζίας) την καχυποψία αλλά, κυρίως την αδιαφορία μεγάλου μέρους της αριστεράς. Ένα τέταρτο του αιώνα μετά την σημαντικότατη ομιλία-υπεράσπιση του ρεμπέτικου από τον Χατζηδάκη, η αριστερά δεν μπορούσε να συλλάβει στο σύνολο του ένα ιδίωμα που δεν υποτασσόταν στις προπαγανδιστικές της ανάγκες. Το ΚΚΕ δηλαδή.



Η συνεργασία και φιλία της Σωτηρίας Μπέλλου με τον Τσιτσάνη κρατούσε περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα από την ομιλία του Χατζηδάκη. Αυτά τα τραγούδια, ως δική μου αίσθηση, παρότι όλα γραμμένα από τον ίδιο τον Τσιτσάνη, αποτελούν μια εσωτερική διαδικασία δύο ανθρώπων όσο αντιφατικό και αν ακούγεται αυτό. Σε πολλές μεγάλες στιγμές της μουσικής, πάνω από ένας άνθρωποι συντονίστηκαν ώστε το αποτέλεσμα να αποτελεί μια συλλογική-όσο το δυνατόν ισότιμη-διαδικασία έξω από πνευματικά δικαιώματα και ονοματοδοσίες. Ο Τσιτσάνης γράφει αλλά βρίσκεται απόλυτα συντονισμένος, σε προσωπικό επίπεδο πιστεύω, με τον ιδιαίτερο ψυχισμό της Μπέλου, όπως και αυτή με τις ιδιορρυθμίες του. Το αποτέλεσμα δημιουργεί ένα κολάζ απόλυτα ταιριαστών ήχων με τις μινιμαλιστικές λαογραφικές εμπειρίες του Τάσσου. Ήχων στραμμένων προς τα μέσα που ανασκάλευαν τον έρωτα και τις απογοητεύσεις του μαζί με τις εικόνες μιας συχνά βαρετής καθημερινότητας στην οποία ο Τσιτσάνης έδινε λάμψη. Αν το κοιτάξεις από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, ήταν το εντελώς αντίθετο από τα εξωστρεφή τραγούδια που κυριαρχούσαν στη λεγόμενη "σοβαρή" μουσική της εποχής. Ο εξωστρακισμός ενός τέτοιου άλμπουμ (παρότι που δεν πούλησε καθόλου άσχημα όντας και στη Lyra) ήταν ένα απόλυτα φυσιολογικό γεγονός μια και βρισκόταν απέναντι από την στρατευμένη μουσική της εποχής.

Ο Τσιτσάνης, ίσως ισάξιος του Βαμβακάρη, στα δικά μου απαίδευτα αυτιά, πήρε το ρεμπέτικο-ένα είδος πλέον σχεδόν νεκρό-και το μετουσίωσε σε αληθινά λαϊκή, δημοφιλή μουσική θεμελιώνοντας (όχι μόνος) το σύγχρονο λαϊκό ελληνικό τραγούδι. Αποτελεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανορθογραφία πως μία από τις σημαντικές αιχμές του σε αυτή την, όχι συνειδητή πιστεύω, προσπάθεια ήταν η παντελώς ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία της Μπέλλου. Προσωπικά τοποθετώ την Μπέλλου ως μια τεράστια μορφή της ελληνόφωνης μουσικής, μια μορφή ισάξια της Νίνου, της Ρίτας Σακελαρίου, της Βίκυς Μοσχολιού πριν γίνει θεούσα αλλά και της θεάς Νταντωνάκη και της Κάλλας.

Πιάνοντας το νήμα από την  ιντριγκαδόρικη τελευταία μου αναφορά, σκέφτηκα πολύ, αλλά και συζήτησα, για το που βρισκόταν το ελληνικό τραγούδι σε σχέση με τα θαυμάσια που μας έδωσαν οι διάφορες πρωτοπορίες του Δυτικού κόσμου από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι ειδικά τα 60's και την με πολλές μορφές αντικουλτούρα τους. Οι αρχικές μου σκέψεις παρολίγον να με οδηγήσουν στην κλασσική βλαχοδημαρχιακή υπόθεση του "πόσο πίσω η ελλαδίτσα". Δεν είναι η επιθυμία μου αυτή. Μετά βδελυγμίας προσπαθώ να αποφύγω γενικεύσεις και συμψηφισμούς ωσάν η μουσική να είναι αριθμοί και μεγαλοστομίες πρωτοπορίας. Άλλωστε, δυτικότροπος και εγώ να ομολογήσω, η αγάπη για την αυθεντικότητα του ρεμπέτικου στις διάφορες φάσεις του πάει χεράκι με τη βαθιά πίστη για μια αληθινά λαϊκή μουσική που θα μιλά στους πολλούς αλλά και θα διαθέτει την εσωτερικότητα που έχω ανάγκη και ζητώ από μια τέχνη.

Μέσα σε αυτό το αριστούργημα που έχει χιλιοτραγουδιστεί από κόσμο και κοσμάκη (πόσο μου λείπει αυτή η ξεχασμένη πια λέξη ρε πατέρα), βρίσκω και τα δύο παραπάνω. Όπως βρίσκω τη συνέχεια του ρεμπέτικου, το τρανσφορμάρισμα του σε κάτι άλλο, την υγιή μετεξέλιξη στην εποχή του. Σε μια διάδραση και προς τα έξω αλλά και προς τα μέσα. Οι μεγαλόστομες κουβέντες για αβάντ πρωτοπορίες οι οποίες είναι θελκτικές ως όμορφες λεξιπλαστικές διαδικασίες, αναθεματίζουν την αναγκαιότητα για μια μουσική εσωτερικής έντασης αλλά και λαϊκής πλήρωσης, ικανοποίησης και ψυχαγωγίας.