Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

Η Μπέλλου τραγουδά Τσιτσάνη



Πάει καιρός που κλωθογυρνούσα στο μυαλό μου-πότε κοιτάζοντας τα, πότε ανακαλώντας τα στη μνήμη μου-τα χαρακτικά του του Τάσσου. Η γλυκειά χαύνωση της καθημερινότητας, οι αβαρίες της και, συχνότερα, οι προσωπικές μου καταισχύνες με καθυστερούσαν. Τα σχέδια του Τάσσου όμως εκεί. Να δηλώνουν τη σαφή ελληνικότητα τους. Να συσχετίζουν τη μουσική αυτού του άλμπουμ με το μινιμαλισμό τους. Να καταγράφουν την, όποια (συγχώρεσε με για τις συνδηλώσεις, δεν είμαι ειδήμονας) συνέχεια της τέχνης του με τη βυζαντινή αγιογραφία. Θα μπορούσε, άραγε, το εξώφυλλο του δίσκου να βρίσκεται σε κάποια εκκλησία; Απαντώ καταφατικά. Παράλληλα, τα σχέδια του Τάσσου, αυτά που διακοσμούν το Η Σωτηρία Μπέλλου Τραγουδά Τσιτσάνη, αποτελούν άλλο ένα κομμάτι του έντονου φετιχισμού με τα αντικείμενα που με διακρίνει. Θα ήταν το ίδιο άλμπουμ χωρίς αυτά; Μάλλον όχι, σίγουρα πάντως δεν θα αποτελούσε το ίδιο έντονα ένα αντικείμενο του πόθου μου.

Στα τέλη του 1974, μετά την αυτόβουλη πτώση της Χούντας, η ελληνόφωνη δισκογραφία γνωρίζει τεράστια άνθηση σε όλα τα επίπεδα. Ένα σωρό ηχογραφήσεις κάνουν την εμφάνιση τους, ανάμεσα τους και η υποφαινόμενη. Η τριετία που ακολούθησε την αλλαγή του πολιτεύματος, αποτελεί ίσως την πιο παραγωγική στην μεταπολεμική ελληνική δισκογραφία. Ποιοτικά και ποσοτικά κυκλοφόρησαν ηχογραφήσεις που έμειναν στην κουλτούρα και στον πολιτισμό της Ελλάδας. Πολλές από αυτές ρίζωσαν στο εσωτερικό πολλών ανθρώπων.

Το έντονο στόμωμα (λέγε με λογοκρισία και διωγμοί) του πρότερου καθεστώτος, έφερε ένα τεράστιο και αναμενόμενο μουσικό ξεμπούκωμα. Στην ουσία ένα σωρό τραγούδια που κρύβονταν σε συρτάρια, τσέπες και μυαλά ανασύρθηκαν στην επιφάνεια μια και λίγοι έως ελάχιστοι ήταν οι καταφερτζήδες που σαν τον Σαββόπουλο κατάφερναν να ξεπερνούν (με ποιο τρόπο άραγε;)τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη της χουντικής λογοκρισίας. Ένα από αυτά ήταν και το Η Σωτηρία Μπέλλου Τραγουδά Τσιτσάνη. Εκείνα τα χρόνια το ρεμπέτικο δεν υπήρχε, πλέον, ως ξεκάθαρη μουσική πρόταση. Παράλληλα το πολιτικό τραγούδι ανθούσε και μέσα από εσωτερικές διαδικασίες, μουσικές σταδίων και δημοφιλή-συνθηματικά άσματα η αριστερά, επιτέλους, πουλούσε ανοιχτά το αφήγημα της. Ντελάληδες της ήταν πολλοί με κυριότερους το Μίκη, τον Νταλάρα, την ιδιαίτερη περίπτωση του Μάνου Λοϊζου, τον Καλογιάννη. Ήταν τόσο δυνατό και με τέτοια δυναμική όλο αυτό το ποτάμι (και εξέφραζε βέβαια σαφείς και πραγματικές αναγκαιότητες λαϊκής έκφρασης) που συμπαρέσυρε τεράστιες μορφές όπως ο αξέχαστος Ψαρονίκος-Νίκος Ξυλούρης, ο οποίος ακολούθησε το ρεύμα, συχνά στην πρώτη γραμμή, σχεδόν αφήνοντας πίσω την τεράστια μουσική παράδοση που τον γέννησε και δημιούργησε.

Αυτό το άλμπουμ δεν ανήκε σε τίποτα από τα παραπάνω. Πολύ εύκολα, λοιπόν, αντιμετώπισε (ευτυχώς όχι σε μεγάλο βαθμό και μια ήδη το ρεμπέτικο ήταν αποδεκτό ενώ, ταυτόχρονα το ΚΚΕ είχε ανακαλύψει το νέο του εχθρό, το ξενόφερτο ροκ της καπιταλιστικής μπουρζουαζίας) την καχυποψία αλλά, κυρίως την αδιαφορία μεγάλου μέρους της αριστεράς. Ένα τέταρτο του αιώνα μετά την σημαντικότατη ομιλία-υπεράσπιση του ρεμπέτικου από τον Χατζηδάκη, η αριστερά δεν μπορούσε να συλλάβει στο σύνολο του ένα ιδίωμα που δεν υποτασσόταν στις προπαγανδιστικές της ανάγκες. Το ΚΚΕ δηλαδή.



Η συνεργασία και φιλία της Σωτηρίας Μπέλλου με τον Τσιτσάνη κρατούσε περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα από την ομιλία του Χατζηδάκη. Αυτά τα τραγούδια, ως δική μου αίσθηση, παρότι όλα γραμμένα από τον ίδιο τον Τσιτσάνη, αποτελούν μια εσωτερική διαδικασία δύο ανθρώπων όσο αντιφατικό και αν ακούγεται αυτό. Σε πολλές μεγάλες στιγμές της μουσικής, πάνω από ένας άνθρωποι συντονίστηκαν ώστε το αποτέλεσμα να αποτελεί μια συλλογική-όσο το δυνατόν ισότιμη-διαδικασία έξω από πνευματικά δικαιώματα και ονοματοδοσίες. Ο Τσιτσάνης γράφει αλλά βρίσκεται απόλυτα συντονισμένος, σε προσωπικό επίπεδο πιστεύω, με τον ιδιαίτερο ψυχισμό της Μπέλου, όπως και αυτή με τις ιδιορρυθμίες του. Το αποτέλεσμα δημιουργεί ένα κολάζ απόλυτα ταιριαστών ήχων με τις μινιμαλιστικές λαογραφικές εμπειρίες του Τάσσου. Ήχων στραμμένων προς τα μέσα που ανασκάλευαν τον έρωτα και τις απογοητεύσεις του μαζί με τις εικόνες μιας συχνά βαρετής καθημερινότητας στην οποία ο Τσιτσάνης έδινε λάμψη. Αν το κοιτάξεις από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, ήταν το εντελώς αντίθετο από τα εξωστρεφή τραγούδια που κυριαρχούσαν στη λεγόμενη "σοβαρή" μουσική της εποχής. Ο εξωστρακισμός ενός τέτοιου άλμπουμ (παρότι που δεν πούλησε καθόλου άσχημα όντας και στη Lyra) ήταν ένα απόλυτα φυσιολογικό γεγονός μια και βρισκόταν απέναντι από την στρατευμένη μουσική της εποχής.

Ο Τσιτσάνης, ίσως ισάξιος του Βαμβακάρη, στα δικά μου απαίδευτα αυτιά, πήρε το ρεμπέτικο-ένα είδος πλέον σχεδόν νεκρό-και το μετουσίωσε σε αληθινά λαϊκή, δημοφιλή μουσική θεμελιώνοντας (όχι μόνος) το σύγχρονο λαϊκό ελληνικό τραγούδι. Αποτελεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανορθογραφία πως μία από τις σημαντικές αιχμές του σε αυτή την, όχι συνειδητή πιστεύω, προσπάθεια ήταν η παντελώς ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία της Μπέλλου. Προσωπικά τοποθετώ την Μπέλλου ως μια τεράστια μορφή της ελληνόφωνης μουσικής, μια μορφή ισάξια της Νίνου, της Ρίτας Σακελαρίου, της Βίκυς Μοσχολιού πριν γίνει θεούσα αλλά και της θεάς Νταντωνάκη και της Κάλλας.

Πιάνοντας το νήμα από την  ιντριγκαδόρικη τελευταία μου αναφορά, σκέφτηκα πολύ, αλλά και συζήτησα, για το που βρισκόταν το ελληνικό τραγούδι σε σχέση με τα θαυμάσια που μας έδωσαν οι διάφορες πρωτοπορίες του Δυτικού κόσμου από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι ειδικά τα 60's και την με πολλές μορφές αντικουλτούρα τους. Οι αρχικές μου σκέψεις παρολίγον να με οδηγήσουν στην κλασσική βλαχοδημαρχιακή υπόθεση του "πόσο πίσω η ελλαδίτσα". Δεν είναι η επιθυμία μου αυτή. Μετά βδελυγμίας προσπαθώ να αποφύγω γενικεύσεις και συμψηφισμούς ωσάν η μουσική να είναι αριθμοί και μεγαλοστομίες πρωτοπορίας. Άλλωστε, δυτικότροπος και εγώ να ομολογήσω, η αγάπη για την αυθεντικότητα του ρεμπέτικου στις διάφορες φάσεις του πάει χεράκι με τη βαθιά πίστη για μια αληθινά λαϊκή μουσική που θα μιλά στους πολλούς αλλά και θα διαθέτει την εσωτερικότητα που έχω ανάγκη και ζητώ από μια τέχνη.

Μέσα σε αυτό το αριστούργημα που έχει χιλιοτραγουδιστεί από κόσμο και κοσμάκη (πόσο μου λείπει αυτή η ξεχασμένη πια λέξη ρε πατέρα), βρίσκω και τα δύο παραπάνω. Όπως βρίσκω τη συνέχεια του ρεμπέτικου, το τρανσφορμάρισμα του σε κάτι άλλο, την υγιή μετεξέλιξη στην εποχή του. Σε μια διάδραση και προς τα έξω αλλά και προς τα μέσα. Οι μεγαλόστομες κουβέντες για αβάντ πρωτοπορίες οι οποίες είναι θελκτικές ως όμορφες λεξιπλαστικές διαδικασίες, αναθεματίζουν την αναγκαιότητα για μια μουσική εσωτερικής έντασης αλλά και λαϊκής πλήρωσης, ικανοποίησης και ψυχαγωγίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου