Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Η Ευνοούμενη, του Γιώργου Λάνθιμου



Δεν έζησα ποτέ μου μέσα σε ιδιαίτερη οικονομική άνεση. Είμαι περήφανος που οι γονείς μου με έμαθαν να εκτιμώ το φαΐ, τη διαθεσιμότητα του και την αναγκαιότητα της ύπαρξης του πρώτα απ' όλα τα υπόλοιπα. Οι μεταγενέστερες εμπειρίες μου με δίδαξαν πως αυτός που πεινά δεν σκέφτεται ιδιαίτερα, αλλά προσπαθεί να ικανοποιήσει τη βασικότερη των αναγκών, την επιβίωση. Και πολύ καλά πράττει. Προφανώς οι παραπάνω συλλογισμοί δεν είναι αρκετοί ώστε να εξηγήσουν την τεράστια κατανάλωση ποπ-κορν και τσιπς κατά τη διάρκεια ενός φιλμ που αποτελεί από μόνο του τροφή για σκέψη. Πάμε παρακάτω.

Το κινηματογραφικό σύμπαν που δημιουργεί ο Γιώργος Λάνθιμος συνεχώς επεκτείνεται προς τέρψη όλων όσων από εμάς δεν πιστεύουμε σε κανενός είδους στρατευμένο κινηματογράφο. Θεωρώ πως αυτός ο κόσμος, όπως τον ξέρουμε, προχώρησε μοναχά από αυτούς και αυτές που αγάπησαν πολύ, ήταν φανατικοί και μιλούσαν μόνο με τις δικές τους αλήθειες. Κάπου εδώ ανάμεσα θα βρεις (τοποθέτησε το εσύ εκεί που σου ταιριάζει) το σινεμά του Λάνθιμου. Ίσως η κόλλα που επανασυγκολλά τα πολλά κομμάτια του λανθιμικού παζλ να είναι οι εμμονές του. Σε αυτές θα προσέθετα, αυτό που εγώ βλέπω ως, ίσως, μοναδική κοινή συνισταμένη των ταινιών του, την κριτική προς την εξουσία έτσι όπως αυτή παρουσιάζεται στους καθημερινούς μικρόκοσμους μας. Αλλά και, όπως το  Η Ευνοούμενη μας την παρουσιάζει, και στα μεγαλύτερα μακροεπίπεδα των ζωών μας. Η κριτική αποδόμηση που της κάνει είναι ολοκληρωτικά απαξιωτική αλλά δεν εμπεριέχει κανένα στοιχείο διδακτισμού. Το σύμπαν του σκηνοθέτη δεν επιθυμεί να προσκομίζει ξεκάθαρες απαντήσεις, το έχουμε μάθει καιρό τώρα και το απολαμβάνουμε.

Το Η Ευνοούμενη είναι μια, υποτίθεται, ταινία εποχής. Θα την χώριζα σε δύο μέρη. Στο πρώτο μισό αποτελεί ένα διασκεδαστικό κατασκεύασμα που όπως κάθε σοβαρό δημιούργημα, επιθυμεί να μην παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά. Μέσα από σκηνές μαύρου χιούμορ, αποδόμησης των διαλόγων και ξεκάθαρης ειρωνείας, το Η Ευνοούμενη αποτελεί μια ολωσδιόλου διασκεδαστική ταινία και αυτό το σχόλιο δεν το υποτιμά καθόλου. Περνάς καλά, ευχαριστιέσαι το χιούμορ και τα καταπληκτικά σκηνικά και κοστούμια. Οι ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστριών (Ολίβια Κόουλμαν, Ρέιτσελ Βάις και Έμμα Στόουν) είναι καταπληκτικές και συνάμα επιβεβαιώνουν την δική μου εντύπωση πως ο Λάνθιμος κατορθώνει, το καθόλου εύκολο, να παίρνει σπουδαίες ερμηνείες από τα πρωταγωνιστικά μέλη του καστ. Πάντοτε. Το τρίο των γυναικών με κάνει να χαίρομαι για τις ερμηνείες του και αποτελεί άλλη μια, απαραίτητη, πετρούλα απέναντι στον πάντα παρόντα σεξισμό της μεγάλης οθόνης. Το ίδιο τρίο και η διάδραση του αποτελούν τον πυρήνα της πλοκής και τον ενοποιητικό παράγοντας της ευχαρίστησης που ανέφερα πιο πάνω.

Στο δεύτερο μέρος της η ταινία μοιάζει να διασπάται σε περισσότερα μέρη ακολουθώντας τις διαφορετικές πορείες-εσωτερικές όσο και εξωτερικές-των τριών γυναικών. Η ιστορία βαραίνει καθώς οι συγκρούσεις που οι προσωπικές επιδιώξεις (αλλά και αδυναμίες) επιφέρουν καθιστούν την ενότητα στην αφήγηση προβληματική. Τώρα τα τυραννικά παιχνίδια εξουσιών αναλαμβάνουν να δραματοποιήσουν πλήρως την αφήγηση. Το σενάριο μας κλείνει το μάτι, με την απουσία του σεξ ως καθοριστικό παράγοντα της ιστορίας, για το πως η αναζήτηση της κυριαρχίας μέσω της εξουσίας αποτελεί ισοπεδωτικό παράγοντα για οτιδήποτε άλλο μας κάνει ανθρώπους. Αγάπη, αληθινή επικοινωνία, κατανόηση, ανοχή, έρωτας δεν έχουν θέση σε αυτό το διαρκές κυνήγι. Το κυνήγι της εξουσίας δεν έχει χώρο για την αθωότητα και τη μνήμη που η παρουσία των κατοικίδιων μέσα στο ίδιο το διαμέρισμα της βασίλισσας συμβολίζει.

Μετά το βαρύ και ασήκωτο στην οπτική διεκπεραίωση του προς τον θεατή Θάνατο του ιερού ελαφιού, η κάμερα του Λάνθιμου με ενθουσίασε με το παιχνίδι της. Τα σκηνικά, η εποχή, οι ιδιαιτερότητες των εσωτερικών χώρων της πλοκής προϋποθέτουν μια δυσκινησία, ίσως, της κάμερας. Το μάτι του σκηνοθέτη ξεπερνά αυτά τα, ας τα πούμε, εμπόδια με μια ενεργητικότητα, εναλλαγές στην οπτική της κάμερας και εναλλακτικές όψεις ενός, κατά τα άλλα, πολυφορεμένου φιλμικού σύμπαντος. Παράλληλα μέσα σε αυτό το βαρύ πλαίσιο η ματιά του σκηνοθέτη ξέρει να εστιάζει δυναμικά στις λεπτομέρειες προσώπων και σωμάτων. Και αν σε παλιότερες δημιουργίες του αυτό ήταν περισσότερο απαραίτητο λόγω της έλλειψης ακριβών σκηνικών ή της πολύ περισσότερο abstract ματιάς του, στις ημιφωτισμένες αίθουσες της Αυλής του 18ου αιώνα, αυτό αποτελεί σκηνοθετική επιλογή σημαντικού ρίσκου. Ο τρόπος που, μινιμαλιστικά και σε μια λογική του "τόσο όσο" χρησιμοποιεί την μουσική στις ταινίες του και δεν τις φορτώνει ποτέ με αυτή, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Ταυτόχρονα υποδηλώνει σαφώς την πίστη του ίδιου στο φιλμικό καμβά που δημιουργεί ώστε αυτός να έχει ελάχιστη-και μόνο όπου είναι απαραίτητο-ανάγκη το συναισθηματικό δεκανίκι της μουσικής υπόκρουσης.

Το τρίο των πρωταγωνιστριών στηρίζει την ταινία, αλλά και σαφώς στηρίζεται από το σενάριο. Μέσα από μεταβαλλόμενες σχέσεις αγάπης-μίσους όπως και νικητριών και ηττημένων, η ιστορία μας παρουσιάζει τρεις εξίσου τραγικές προσωπικότητες, συνολικά (και τελικά) ηττημένες. Πιστεύω πως πια η κοινή συνισταμένη των ταινιών του Γιώργου Λάνθιμου καθίσταται πλέον ολικά φανερή. Το απατηλό και έξω από την ανθρώπινη φύση κυνήγι της εξουσίας και όσων αυτή πρεσβεύει δεν αποτελεί παρά μια από την αρχή της διαδικασία ήττας που δεν έχει νικητές. Καμία από τις τρεις δεν κερδίζει, παρά μόνο εξαντλείται.

Η ταινία κλείνει με μια απαράμιλλη και σπουδαία σκηνή αισθητικής απόλαυσης και συγκινησιακής φόρτισης. Ο σκηνοθέτης μέσα από τις αντιθέσεις που δημιουργεί η σκηνή αυτή επιθυμεί να κάνει σαφές (ίσως για πρώτη φορά τόσο) το παραπάνω σχήμα της συνολικής ήττας των πρωταγωνιστριών. Αυτή η εξαίσια ταινία έρχεται πλέον να βάλει στο τραπέζι τη συζήτηση για την σημαντικότητα του Λάνθιμου. Στην ερώτηση του αν μπορεί κανείς να προβλέψει, διακρίνει ή και υποθέσει το επόμενο βήμα του, η απάντηση θα ήταν απόλυτα αρνητική. Δεν μπορεί. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο παράσημο για έναν καλλιτέχνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου