Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Ο γάμος του Καραχμέτη (στο Από Μηχανής θέατρο)



Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ένας από τους αδικημένους του αφηγήματος της νεοελληνικής πολιτείας. Αποτελώντας έναν από τους κορυφαίους ελληνόφωνους λογοτέχνες της περιόδου πριν τη, θρυλική πλέον, γενιά του 1930, έπεσε θύμα της θέλησης της ελληνικής κρατικής παιδείας να δημιουργήσει σημεία αναφοράς.

Ο ριζοσπαστικός του λόγος, η συχνότατα ανατρεπτική του ματιά θάφτηκε κάτω από τόνους ελληνικότητας. Η προσπάθεια του να αναδείξει τα κακώς κείμενα των μικρόκοσμων του νέου ελληνικού κράτους, ισοπεδώθηκε από το μύθο του γαλανού του Αιγαίου και τα πολλά κλισέ για την παραμυθένια Σκιάθο. Ταυτόχρονα η δυνατότητα του να εκκινεί την τέχνη του λόγου του μέσα σε ευρύτερα και περισσότερο ευρωπαϊκά πλαίσια, εξαφανίστηκε ώστε να αναδειχτεί ο Έλληνας, άνδρας, νησιώτης διανοούμενος, άλλος ένας πυλώνας μιας faux ελληνικότητας.

Χωρίς να έχω εντρυφήσει ιδιαίτερα στη θεατρική γλώσσα, τα κείμενα του Παπαδιαμάντη μου μοιάζουν πως εντάσσονται σχετικά εύκολα στις σκηνικές απαιτήσεις. Ίσως να είναι ο μινιμαλισμός των εκφραστικών του μέσων (ανάλογος του άλλου σπουδαίου σώκαιρου του, του Γεώργιου Βιζυηνου) που δεν απαιτεί πολλά. Πολύ πιθανό και η γραφή του που, έχοντας όλοι και όλες περάσει από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μας είναι οικεία και ζεστή, χωρίς ποτέ η καθαρεύουσα στην έκφραση του να απομακρύνει τον αναγνώστη.

Δεν είχα διαβάσει το διήγημα του, το Γάμο του Καραχμέτη. Φτάνοντας στη σκηνή του Από Μηχανής Θεάτρου το πολύ λιτό σκηνικό με γέμισε απορίες. Είχα την περιέργεια για το πως θα αντιμετωπιστεί σκηνοθετικά η διπλή πρόκληση της αφήγησης από τη μια και της παρουσίας αρκετών πρωταγωνιστών από την άλλη με δύο μόνο ηθοποιούς. Η σκηνοθεσία της Όλιας Λαζαρίδου, χωρίς απολύτως κανένα τρικ εντυπωσιασμού αλλά έμπλεη ποιητικότητας, έπεσε στα βαθιά και, βήμα-βήμα καθώς η πλοκή της παράστασης ξεδιπλωνόταν, μας παρέδωσε μια απολαυστική ιστορία μίας ώρας.

Οι επιλογές της θα μπορούσαν να αποτελούν εξ ιδίαν τρικλοποδιές. Επέλεξε να συνδέσει διάφορα στοιχεία της θεατρικής παράδοσης (θέατρο σκιών, πολλαπλοί ρόλοι, αφηγητής και πρωταγωνιστής το ίδιο πρόσωπο) ρισκάροντας να παραδώσει τα γκέμια σε δύο ηθοποιούς και μοναχά. Παράλληλα εστίασε σε πολλές μικρές στιγμές της αφήγησης, μικρές πράξεις της καθημερινότητας όπως το ξύρισμα του άνδρα πρωταγωνιστή, το μάζεμα των ρούχων ή τα μικρά κουτσομπολιά της βεγγέρας.

Όλα τα παραπάνω τα έβαλαν σε μια νοηματική σειρά η Ιφιγένεια Γρίβα και ο Νικόλαος Γεώργιος Χαλδαιάκης με τις σπουδαίες ερμηνείες τους. Ήταν και οι δυο τους καταπληκτικοί. Σπάνια στη μικρή μου θεατροφιλική εμπειρία απόλαυσα τους ηθοποιούς σε τέτοιο βαθμό. Η Ιφιγένεια Γρίβα έμοιαζε να υποδύεται, να εμπεριέχει όλους τους γυναικείους ρόλους κάνοντας τη μετάβαση από τον ένα στον άλλο με απαράμιλλη φυσικότητα. Η φωνή του Χαλδαιάκη, ξεκάθαρα μια φωνή από το παρελθόν, καθώς μπαινόβγαινε μεταξύ του ρόλου του αφηγητή και τους χαρακτήρες του έργου, με ταξίδεψε στις παλιότερες των αναμνήσεων μου στις αρχές της δεκαετίας του '80 από μια άλλη Ελλάδα της επαρχίας.

Την ίδια στιγμή το πυρηνικό υλικό της παράστασης, το ίδιο το διήγημα δηλαδή, δεν έχασε ούτε στο ελάχιστο τις αιχμές της κοινωνικής κριτικής του, την σπινθηροβόλα καταγραφή της επαρχιακής καθημερινότητας, όσο και την ειρωνεία με το χιούμορ που η ανάγκη για ένα "σοβαρό" Παπαδιαμάντη συχνά αποκρύπτει. Μία από τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει η παράσταση ήταν η απαίτηση του κειμένου απ' τους ερμηνευτές να κάνουν δικούς τους πολλούς ρόλους στο μικρό χρονικό διάστημα της παράστασης και, παράλληλα, να μετακινούνται έξω από το νοηματικό πλαίσιο κάθε ρόλου αφηγούμενοι τα καθέκαστα.

Ενθουσιάστηκα, εκτός απ' όσα ήδη ανέφερα, με το ρίσκο που πήρε  σκηνοθέτις να εντάξει νοσταλγικά στοιχεία στην παρουσίαση της ιστορίας. Μια επικίνδυνη, δύσκολη επιλογή,μια και ανάλογες οδηγούν σε κλισέ νοήματα και τετριμμένες παρελθοντολογίες. Ο τρόπος της παρουσίασης της πλοκής ( όπως το παιχνίδι με τα ρούχα που απλώνονταν στα σχοινιά για να φορεθούν αργότερα ή τα κεριά που άναψε η πρωταγωνίστρια με την είσοδο της στη σκηνή) κατέστησαν εμάς τους θεατές συμμέτοχους, φίλους και κοινωνούς της ιστορίας και της αφήγησης των ηθοποιών. Μικρές λεπτομέρειες που με τη σειρά τους συμπληρώνουν το παζλ μιας σπουδαίας παράστασης.

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

O Mike Kelley προσπαθούσε πάντα να επιστρέψει



Καθώς μεγαλώνω κάποιες συμπτώσεις δεν μου μοιάζουν καθόλου τυχαίες. Ή, για να βελτιώσω το νόημα της προηγούμενης πρότασης, οι πράξεις μου χαρακτηρίζονται συνεχώς από ένα μικρότερο ποσοστό τυχαιότητας. Καταστάσεις, νοήματα και σκέψεις συνδέονται χρονικά και χωρικά, συχνά προς κατάπληξη μου, η οποία βαίνει μειούμενη καθώς κάθομαι να τα αναλύσω. Την ίδια μέρα που αποφάσισα, επιτέλους, να επισκεφθώ την έκθεση του σπουδαίου Mike Kelley στο Μουσείο Κυκλαδικής, μετεφηβικά μου ακούσματα πήραν ξανά τη θέση τους στο πικάπ. DNA και Joy Division μετά από πολύ καιρό. Επέστρεφα και εγώ σε ήχους οι οποίοι συνοδεύονταν από εικόνες, μυρωδιές, και περασμένα συναπαντήματα.

Το πολιτισμικό background του Mike Kelley μου ήταν πάντα απόλυτα κατανοητό. Το μετά τα 60's underground, το πανκ, η καλιφορνέζικη εναλλακτική κουλτούρα (τόσο κοντά στην απύθμενη γκλαμουριά του Hollywood) και, αργότερα, το hardcore γύρω από ένα κύκλωμα εναλλακτικών και indie καλλιτεχνών. Έχω περιγράψει ξανά (δες εδώ) τη σύνδεση του Kelley με τους Sonic Youth, το seminal Dirty των ιδίων με τα έργα του Kelley. Αυτό που μου συνέβη ήταν πως μέσω εκείνου του άλμπουμ -και της μανίας μου να μελετώ με λεπτομέρεια το artwork- ήρθα, ίσως για πρώτη φορά σε άμεση και πλήρη επαφή (εικόνες και ήχοι σε ένα συντεταγμένο σώμα) με τον κόσμο της εναλλακτικής contemporary τέχνης.

Δεν θα ήθελα να αναφερθώ  σε αυτό, όμως. Δεν με ενδιαφέρει. Και ο ίδιος ο Kelley δεν ανήκε επακριβώς σε αυτό τον κόσμο. Η όψη του ως ένας άλλος nerd έτοιμος να εκραγεί στο άκουσμα μια κιθάρας ή μιας μπασογραμμής μου ήταν εξαιρετικά οικεία. Την είχα δει κάμποσες φορές σε συναυλίες ή στα διάφορα, λίγα, στέκια που η ηλικία μου επέτρεπε να πηγαίνω. Έχω μπει, πλέον, σε πλήρες mode επιστροφής, το 'χω ανάγκη και το ξέρω.

Η συγκίνηση που μου προκάλεσαν τα δεκαεφτά έργα ήταν ευθέως ανάλογη με τους πολλαπλούς κόσμους των οχτώ φωτογραφιών του Ah...Youth! που οι S.Y. επέλεξαν τότε (σε άλλη μία έξυπνη και μοντέρνα επιλογή από την πλευρά τους). Τα κοίταξα και τα ξανακοίταξα στην έκθεση, αυτή τη φορά με τα μάτια του ενήλικα. Δεν ξέρω ποια μάτια βλέπουν καλύτερα όμως. Εδώ να πω, πως ένα από αυτά τα έργα κόσμησε δις ως στάμπα κάποιο t-shirt μου...

Ο κόσμος του Mike Kelley δεν μου ήταν σαφής τότε. Στις αισθήσεις του έφηβου η νοσταλγία δεν είναι προτεραιότητα, αποτελεί σχεδόν παράλογη παρασπονδία. Στο τώρα μου, όμως, με ένα πρόσφατο θάνατο να αποτελεί ασήκωτη μονιμότητα, η διαδικασία της επιστροφής είναι κάτι το τρέχον και υπαρκτό. Πίσω από αριστουργηματικά εικαστικά έργα του όπως το Girl ή το Empathy Displacement: Humanoid Morphology διακρίνω μια επίθεση στο τώρα, κάτι σαν μια κραυγή με την ελπίδα πως αυτή θα οδηγήσει σε ένα παρελθόν ιδανικό ή ακόμη χειρότερα εξιδανικευμένο. Γιατί πέρα από τη μεγάλο συγκινησιακό φόρτο τα έργα του μου μοιάζουν ως μια απελπισμένη κραυγή-προσπάθεια για επιστροφή. Καλοδεχούμενη στο τώρα μου.

Πίσω από τις, συγκινητικά  διεστραμμένες λούτρινες συνθέσεις του, κρύβεται η προσπάθεια ενός ενήλικου να ανά-συνθέσει τον παιδικό του κόσμο, να τον προκαλέσει, να ανοίξει μέσα από αυτές μια νέα πόρτα ώστε να γυρίσει σε αυτόν, στην αληθινή σου πατρίδα Mike Kelley. Και, γελάω όπως θα γέλαγες και εσύ, αναλογιζόμενος ότι η πλειοψηφία των έργων ανήκει σε αυτό το σίχαμα και μεγάλο συλλέκτη μοντέρνας τέχνης (πρώην πρόεδρο του Σ.Ε.Β. by the way) Δημήτρη Δασκαλόπουλο. Αλλά το ήξερες και εσύ καλά, πολλά δεν ήταν και δεν είναι όπως τα θέλουμε. Ίσως για αυτό, τουλάχιστον, επέλεξες εσύ τον τρόπο της αποχώρησης σου, ας την πούμε αυτοκτονία.

Στα δικά μου μάτια, το έργο του Kelley, ένα μικρό μέρος του οποίου θαυμάζουμε στη συγκεκριμένη έκθεση, αποτελεί απόδειξη ενός σπουδαίου σύγχρονου καλλιτέχνη, γειωμένου σε μια από τις σημαντικότερες υποκουλτούρες του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, του rock n' roll. Όπως και στην ίδια τη μουσική, αξίζει να ξύσεις το πρώτο στρώμα επιθετικότητας και ιονίζουσας ενέργειας για να βρεις από κάτω αγάπη, ελευθερία, πάθος και την ανάγκη εκπλήρωσης της Ουτοπίας. Αυτής που έψαχνε και ο Mike Kelley με μια μανία που με κάνει να τον αγαπώ ακόμη περισσότερο και να ελπίζω ακόμη παραπάνω πως και εγώ, κάποτε, θα βρω τη δική μου.