Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Δύση Ηλίου, του Λάζλο Νέμες





"Ο Διγενής ψυχομαχεί κ' η Γη το'νε τρομάσει"
(Από το Έπος του Διγενή)


Έχοντας βαθιά μέσα μας την πεποίθηση πως δεν θα είμαστε εδώ για πολύ, όλοι (και ας μην το παραδεχόμαστε) χρησιμοποιούμε διαφόρων ειδών shortcuts για να κερδίσουμε χρόνο. Σε κάθε κοινωνικό και προσωπικό πεδίο που κινούμαστε, προσπαθούμε να βρούμε τους ανθρώπους και τις καταστάσεις που μας ταιριάζουν, ώστε να κινηθούμε κυρίως μέσα και κοντά τους. Δεν διαθέτω τα εκφραστικά μέσα, ούτε και το χρόνο (...) για να αναπτύξω αυτή τη σχέση αιτίου και δράσης. Πολλές φορές το καλούμε απλά χημεία με ανθρώπους, άλλες προσωπικό γούστο και αισθητικές επιλογές, συχνά (αν και δεν είναι στη μόδα τώρα) ταξικές επιλογές. Όπως και να έχει διαλέγουμε που και πως θα κινηθούμε με βάση συχνότατα υπόρρητες αναγκαιότητες και, κυρίως, συμφωνίες.

Η οπτική του Λάζλο Νέμες, έτσι όπως αυτή εκφράζεται στις δύο ταινίες μεγάλου μήκους που μας έχει παραδώσει, θα μπορούσε να είναι η δική μου με τεράστιο βαθμό ταύτισης. Με βάση και τα λίγα παραπάνω, δεν θα είμαι απόλυτα σίγουρος ποια ακριβώς θα μπορούσε να είναι αυτή η ταύτιση. Ξέρω μόνο πως υπάρχει στο μέγιστο βαθμό. Η προηγούμενη ταινία του, το ντεμπούτο του Ο Γιος Του Σαούλ (δες εδώ τι έγραφα τότε) ήταν ένα συγκλονιστικό αριστούργημα. Ο Νέμες ρίσκαρε να ασχοληθεί με ένα πολύ δύσκολο μεν, πολυφορεμένο δε θέμα και δημιούργησε την καλύτερη , μαζί με το Gravity του Αλφόνσο Κουαρόν, ταινία για τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.

Η βία είναι πανταχού παρούσα και στη Δύση Ηλίου. Άλλη μια έντονη παρουσία και στις δύο ταινίες του είναι αυτή της ιστορίας και του τρόπου που τα δεδομένα της επηρεάζουν, στην ουσία καθορίζουν, τις ζωές μας. Ο Νέμες μοιάζει να έχει βιωμένη μέσα του μια αίσθηση που φροντίζω συνεχώς να υπενθυμίζω στον εαυτό μου: είμαστε πάρα πολύ μικροί και ασήμαντοι. Έχοντας ως ικανό δείγμα τις δύο αυτές ταινίες, ο Νέμες είναι ήδη ένας σπουδαίος δημιουργός. Στο Δύση Ηλίου μας πείθει πως πιστεύει πολύ στον εαυτό του. Η κάμερα του ταυτίζεται με την πρωταγωνίστρια, την εξαιρετική Γιούλι Γιάκαμπ, σε βαθμό εξουθενωτικό και για το θεατή αλλά, υποθέτω, και για τους δημιουργούς. Δεν σταματά, όμως, εκεί. Η κάμερα του μοιάζει να μπαστακώνεται στην πρωταγωνίστρια, να γίνεται ένα με αυτήν, εξάρτημα του σώματος της. Ο Νέμες, μέσω των πλάνων του, συμπράττει με τη Γιάκομπ, παίζει και αυτός μαζί της. Όπως και στον Σαούλ, είναι από αυτές τις σινεφίλ στιγμές όπου το πάθος και η αυτενέργεια του σκηνοθέτη ξεπερνούν κατά πολύ αυτά που περιμένει ο θεατής. Και οι δύο ταινίες του Νέμες είναι προσωπικές εικονοποιήσεις μιας παθιασμένης έκφρασης, που σε οδηγούν, σε αναγκάζουν, να μην μπορείς να αμφισβητήσεις οποιαδήποτε επιλογή του σκηνοθέτη. Τολμώ να πω ότι η προσωπικότητα των δύο ταινιών του μου θυμίζει έντονα το προσωπικά καθηλωτικό όραμα του Σκορσέζε στο Οργισμένο Είδωλο. Βέβαια εκεί υπάρχει και η ερμηνεία του Ντε Νίρο η οποία λειτουργεί διασπαστικά στο τι κάνει ακριβώς ο σκηνοθέτης, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση...

Μιλώντας για τη βία. Ο τρόπος ή μάλλον οι τρόποι που ο Νέμες την εικονογραφεί σε καθηλώνουν. Χρησιμοποιώντας εικόνα, ήχο και υπονοώντας πολλά που τα ακούς αλλά δεν τα βλέπεις, ο σινέ κόσμος του Νέμες είναι ταυτόχρονα βίαιος και κλειστοφοβικός. Η ιστορία, πανταχού παρούσα στο Δύση Ηλίου, αποτελεί μια απειλητική παρουσία που συνεχώς κάνει αισθητή την παρουσία της. Η Βουδαπέστη λίγο πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι μια μητρόπολη, ανταγωνίστρια της λαμπρής Βιέννης, έτοιμη να καεί. Αυτό, ίσως, αποτυπώνει η αρχή της ταινίας με τον πίνακα μιας πόλης που ζει δόξες, αλλά πρόκειται να παραδοθεί στις φλόγες του παράλογου Μεγάλου Πολέμου.

Όπως και στον Σαούλ, στη Δύση Ηλίου η πρωταγωνιστική φιγούρα προχωρά καθοδικά προς ένα δίπολο εσωτερικής ταυτοποίησης και ψαξίματος καθώς πλησιάζει προς την κόλαση. Μια κόλαση που τη θυμίζουν τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα που συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν. Καθώς η πλοκή προχωρά, η ιστορία της ταινίας αποκτά χαωτικά χαρακτηριστικά που μπερδεύουν και αποτελούν, ίσως, το μοναδικό μειονέκτημα της, Διαβάζοντας μια κριτική στο περιοδικό Σινεμά, πολύ εύστοχα γίνεται η αναλογία μεταξύ αυτής της εξέλιξης και του χαώδους φλυναφήματος στο οποίο καταλήγει το Μητέρα του Αρονόφσκι. Βέβαια, ο Νέμες δεν είναι Αρονόφσκι και το προσωπικό του όραμα δεν έχει ακόμη αλλοιωθεί από την ανάγκη να πει τα πάντα μέσα σε μια ταινία. Ευτυχώς για εμάς παραμένει συγκεντρωμένος στην προσωπική αφήγηση με τα τριγύρω από την πρωταγωνίστρια τεκταινόμενα να αποτελούν συχνά μια, σαν μυωπική, ασαφή ακόμη και μη ορατή κατάσταση.

Κάποιοι χαρακτηρίζουν την κάμερα του Δύση Ηλίου ως μια απλή επανάληψη του Σαούλ. Δεν συμφωνώ, τουλάχιστον δεν μπορούμε να το πούμε ακόμη. Βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον πως καθώς η ιστορία του Δύση Ηλίου προχωρά, η ταινία διαφοροποιεί τα χαρακτηριστικά της. Αποκτά έντονα στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ, όπου ένα από τα βασικά ζητούμενα της πλοκής αμφισβητείται έντονα. Όπως και στον Σαούλ,  ο κεντρικός χαρακτήρας υφίσταται αλλαγές και έντονες πιέσεις. Απλά στη Δύση Ηλίου ο Νέμες αφήνει περισσότερο χώρο σε σεναριακά κλεισίματα του ματιού.

Ας μην είμαστε άδικοι όμως. Δεν είναι εύκολο να επαναληφθεί η ποιότητα του Σαούλ. Αυτή η ταινία αποτέλεσε μια μια ενωμένη γροθιά πολύ σφικτά ενωμένων μεταξύ τους δαχτύλων. Αυτή η γροθιά, όσο το Δύση Ηλίου εξελίσσεται, ανοίγει αφήνοντας τα δάχτυλα να δημιουργήσουν κάποιες νέες συνισταμένες. Πάντα με κοινό παρονομαστή την ανάγκη του σκηνοθέτη να παρουσιάσει το έντονα προσωπικό του όραμα χωρίς περιορισμούς.

Η τελευταία σκηνή της ταινίας φανερώνει (πέρα από το σχόλιο για τις μικρές ασημαντότητες όλων μας) μια έντονη απαισιοδοξία ή, ίσως, ένα σχόλιο για τις κάθε είδους μαζικές συνδηλώσεις των ζωών μας σε όλα τα πεδία. Η ιστορία αλέθει τις ανθρώπινες ζωές και εμείς είμαστε ανίσχυροι να την αντιμετωπίσουμε. Μένει η συνέχεια του 41 ετών σκηνοθέτη για να μας απαντήσει αν προτείνει κάτι ως αντίδραση στο παραπάνω ή αν λειτουργεί ως βαθύτατα απαισιόδοξος. Το Δύση Ηλίου είναι εξαιρετικά δυνατό για να το παραβλέψεις.

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

Να ντύσουμε τους γυμνούς




Τώρα που πληκτρολογώ αυτές τις γραμμές, έχω εδώ δίπλα μου μια pocket τρομπέτα και τον πολύ πιο πρόσφατο έρωτα μου, ένα άλτο σαξόφωνο. Η σχέση μου μαζί τους ήταν και είναι πάντα ιδιωτική, ελάχιστες φορές (και ποτέ ως τώρα με το άλτο) μεταμορφώθηκε σε μια δημόσια εξωτερίκευση. Η γύμνια μιας, οποιουδήποτε τύπου, παράστασης μπροστά σε άλλους ανθρώπους μου μοιάζει τρομακτική. Δεν ενέχει καν την απόλαυση της ερωτικής γύμνιας μεταξύ των ανθρώπων, μια και όσοι βρίσκονται απέναντι σου μπορούν πολύ εύκολα να μετατραπούν σε άγρια θηρία, έτοιμα να σε κατασπαράξουν ή ακόμη και σε αυτοσχέδιους παπαράτσι έτοιμους να εστιάσουν στο ασήμαντο, στο κωτσομπολίστικο και όχι στο μείζον. Αυτός ο φόβος, το άγχος και το συνεπακόλουθο feeling sympathetic με τους ηθοποιούς του θεάτρου με κάνουν να μην αναμετρώμαι συχνά με το θεατρικό τέρας. Νομίζω.

Είμαι φαν του Λουίτζι Πιραντέλο. Απορώ σε σημείο θυμού με όσους και όσες τον θεωρούν ξεπερασμένο ή τουλάχιστον όχι μοντέρνο. Μέσα από έργα του όπως το Ένας, Κανένας Και Εκατό Χιλιάδες εξοικειώθηκα (και εντυπωσιάστηκα με το πολυεπίπεδο των χαρακτήρων) με τον έντονο συμβολισμό, στα έργα του, της πολλαπλότητας της ανθρώπινης φύσης. Η επίθεση στην πατριαρχία του Άνδρας Της Γυναίκας Του, αποτελεί μια σαφέστατα μοντέρνα οπτική των ανθρώπινων σχέσεων μεταξύ των δύο φύλλων. Η ειρωνεία και το παιχνίδι της (τόσο έντονα φανερή στα διηγήματα του, εκεί που ο μικρότερος χώρος έκφρασης τον "αναγκάζει" να απλώσει αυτά τα στοιχεία σαφώς πιο έντονα) αποτελούν πανταχού παρούσες συνιστώσες φανερώνοντας ένα παιχνίδισμα, ένα κλείσιμο του ματιού στη, συχνά σοβαροφανή, σοβαρή τέχνη. Θα μπορούσες να πεις, λοιπόν, πως βλέποντας το Να Ντύσουμε Τους Γυμνούς, ήμουν προετοιμασμένος ως ένα σημείο.

Η, κοντά στις δύο ώρες, παράσταση στο Θέατρο Τέχνης υπήρξε απολαυστικά ψυχαγωγική. Θεωρώ το θέατρο, ως θεατής πάντα, μια απαιτητική διαδικασία. Η κούραση από ένα κείμενο βαρετό ή μια χωρίς ρυθμό παράσταση μπορεί να μεταφερθεί σε εμένα και, ξαφνικά, να μην με χωρά η θέση μου ή ολόκληρο το σώμα μου να έχει πιαστεί. Όχι στο Να Ντύσουμε Τους Γυμνούς, ούτε κατά διάνοια. Θεωρώ πως η, ακολουθώντας το ύφος δραματικής μουσικής δωματίου, μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, βοηθά εντυπωσιακά τους ηθοποιούς και την ίδια την, καθόλου εύπεπτη, πλοκή. Σε κάποιες στιγμές, έπιασα τον εαυτό μου να νοιώθει πως υπήρξε έντονη διάδραση μεταξύ των στιγμών των ερμηνειών και της μουσικής. Αντιμετώπισα αρχικά με αρνητική διάθεση την εισβολή αρκετών ιταλικών λέξεων και φράσεων στους διαλόγους. Με ξένισε. Καθώς η παράσταση προχωρούσε τα ένοιωθα ενσωματωμένα στη ροή, να εντείνουν την πετυχημένη σκηνοθετική προσπάθεια ισορροπίας μεταξύ ενός ανάλαφρου χιούμορ και των πολύ σοβαρών συνδηλώσεων της ιστορίας.

Όντας θιασώτης της εσωτερικότητας σε κάθε είδους τέχνη, αντιμετωπίζω ένα ζήτημα με τη θεατρική γλώσσα των ερμηνειών. Μην έχοντας έναν (ή μία...) κινηματογραφικό σκηνοθέτη να μου υποδείξει/υπενθυμίσει που να εστιάσω, βρίσκομαι μετέωρος (πάντα ως θεατής) μεταξύ της αναγκαιότητας της σκηνής για ένταση, φωνή και ενέργεια και της δικής μου ανάγκης για την εσώτερη πνευματικότητα ανθρώπων και διαλόγων. Έχουν υπάρξει φορές που ένοιωσα την ανάγκη να πλησιάσω τη σκηνή και να ρωτήσω "θέλετε να πλησιάσουμε για να μη φωνάζετε";... Όχι εδώ όμως. Οι ερμηνείες, τα σκηνικά και η σκηνοθετική άποψη του Γιάννου Περλέγκα για την τοποθέτηση των ηθοποιών στο δύσκολο, για τα δικά μου μάτια τουλάχιστον, σκηνικό της Γεωργίας Μπούρα, τα έκαναν όλα πολύ πιο απλά.

Μέσα σε μια άρτια, απολαυστική παράσταση ξεχώρισα τις ερμηνείες της Μαρίας Πρωτόπαππα, της Έυης Σαουλίδου και του Θάνου Τοκάκη του οποίου η κινησιολογία και το κοστούμι μου θύμισε την τραγικότητα των φουτουριστών δανδήδων της εποχής του ίδιου του Πιραντέλο. Το α λα φελινικών χαρακτήρων υποδώρειο χιούμορ της Έυης Σαουλίδου με ενθουσίασε εξίσου, αποζητώντας, μάλλον, ακόμη μεγαλύτερες δόσεις από αυτές που απόλαυσα. Στη ουσία σε όλες τις ερμηνείες βρήκα σημεία αναφοράς και ενθουσιασμού εκτός από αυτή του Περλέγκα, τον οποίο κρίνω ως κάπως άκαμπτο στο ρόλο που μας παρουσιάζει. Ενθουσιάστηκα, όμως, τόσο με τη σκηνοθετική του άποψη (αν και τα σημαινόμενα της θεατρικής σκηνοθεσίας μου μοιάζουν βαθιά αχαρτογράφητα νερά) σε ολόκληρη τη διάρκεια της παράστασης που η ερμηνεία του δεν αποτελεί  ψεγάδι σε μια σπουδαία παράσταση.

Το κείμενο είναι πυκνό, βαρύ με πολλές οπτικές. Κάτι σαν τα έργα του αγαπημένου μου ψυχεδελικού (να τώρα που δεν είμαι καθόλου politically ορθόδοξος) Ιερώνυμου Μπος του οποίου το κεντρικό μέρος του πίνακα του Ο Κήπος Των Επίγειων Απολαύσεων κοσμεί, αλλά και διαμορφώνει αναμενόμενα, τον εξώστη του σκηνικού. Τα, θηριώδους δυναμικής, έργα του Μπος συμβολίζουν ένα ανάλογο (και μαγκιά του σκηνοθέτη που κάνει τη σύνδεση) με το πολυεπίπεδο των έργων του Πιραντέλο. Σκοτάδι και φως, ειρωνεία και δράμα, ωμότητα και αισιοδοξία, χιούμορ και απελπισία από ένα Ιταλό λογοτέχνη άξιο συνεχιστής της τεράστιας ιταλικής παράδοσης του Βοκάκιου και του Πετράρχη. Οι άνθρωποι (γιατί, τελικά, οι άνθρωποι διαμορφώνουν τα πάντα) που έφεραν εις πέρας το παραπάνω πολύπλοκο και συχνά δυσνόητα σχήμα, έκαναν σπουδαία δουλειά. Και εμείς περάσαμε όμορφα, όχι "καλά". Δεν το λες και λίγο.

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Αλλά εκεί έξω δεν υπάρχει ελευθερία



"Θα σας ελευθέρωνα, αν ήξερα πως. Αλλά εκεί έξω δεν υπάρχει ελευθερία. Όλα τα ζώα, τα φυτά, τα ορυκτά αλλά και άλλα είδη ανθρώπων, σπάνε και επανασυναρμολογούνται κάθε μέρα για να διαφυλάξουν μια μικρή ελίτ ανθρώπων που έχουν την πιο δυνατή φωνή όταν θεωρητικολογούν περί ελευθερίας, αλλά είναι οι λιγότερο ελεύθεροι απ' όλους. Δεν μπορώ ούτε καν να σας δώσω την ελπίδα ότι κάποτε θα είναι διαφορετικά - ότι Εκείνοι θα βγουν έξω και θα ξεχάσουν το θάνατο και θα χάσουν τον πολυσύνθετο τρόμο της τεχνολογίας Τους, και θα σταματήσουν να χρησιμοποιούν ανελέητα όλες τις άλλες μορφές ζωής για να συγκρατήσουν αυτό που κατατρύχει τους ανθρώπους μέσα σε ανεκτά όρια"

Τόμας Πύνσον, Το Ουράνιο Τόξο Της Βαρύτητας (σ. 310)

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Γόμορρα



Τον καιρό που πρωτοβγήκε η ταινία του Matteo Garrone στις αθηναϊκές αίθουσες το σοκ μου ήταν μεγάλο. Έμεινα, για πολύ καιρό, χωρίς να μπορώ να πω πολλά για αυτή την μινιμαλιστική ιλαροτραγωδία επικών διαστάσεων. Το Γόμορρα λειτούργησε ως ένα μικροσκόπιο υπενθύμισης για τα καθέκαστα της καθημερινής μου όχλησης. Την είδα ξανά πρόσφατα, για πρώτη φορά μετά από τότε και η ενόχληση παρέμεινε ίδια και η συνειδητοποίηση μεγαλύτερη.

Οι βάσεις της σινεφιλικής μου πορείας, ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τον κινηματογράφο, η μορφή που θα έδινα στις δικές μου εικόνες εάν είχα ένα στοιχειώδες ταλέντο, καθορίστηκαν από αισθητικές, πολιτικές και στιλιστικές κινηματογραφικές επιλογές πολύ κοντά σε αυτές, και προγενέστερες προφανώς, του Garrone. Το γαλλικό σινεμά της νουβέλ βαγκ όσο και ο ιταλικός νεορεαλισμός της ίδιας εποχής αποτελούν την, προσωπική μου γνώμη, απαρχή για τον μοντέρνο κινηματογράφο και μαζί με τον Κασσαβέτη την εκκίνηση ενός περισσότερο ελεύθερου δημιουργικά σινεμά.

Αφήνοντας τον Κασσαβέτη στην άκρη γιατί γεωγραφικά αποτελούσε ένα τελείως διαφορετικό πακέτο αναφορών όσο και επιλογών, η Ιταλία του νεορεαλισμού κατέδειξε την παραγωγικότητα μέσω ελάχιστων μέσων, την καταγραφή μέσω ενός παθιασμένου ερασιτεχνισμού. Καθόλου τυχαία οι εικόνες, η ατμόσφαιρα και οι συνισταμένες ήταν συχνά είτε κοινές είτε εκκινούσαν από τις ίδιες καταστάσεις με την ελληνική, γνώριμη, πραγματικότητα μετατρέποντας, όπως και να το κάνουμε, τις ταινίες αυτές ευκολότερα σε κοινό κτήμα και για εμάς εδώ.
Το σινεμά των Γάλλων διανοητών της νουβέλ βάγκ έσφυζε από την ενέργεια της καταγραφής της καθημερινότητας. Οι πολλαπλάσιες του παρελθόντος ταχύτητες της μοντέρνας κοινωνίας αποτυπώνονται για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη, συνταιριάζοντας για πρώτη φορά τον στοχασμό και την επιθετικότητα της μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο διανόησης με τις εικόνες του μοντέρνου σινεμά. Δεν επιθυμώ να γράψω δοκιμιακά για τα παραπάνω, απλά προσπαθώ να ορίσω το πλαίσιο στο οποίο θεωρώ πως κινείται η ταινία-αφορμή των σκέψεων μου...
Αυτές, όμως, δεν αφορούν αποκλειστικά την ταινία. Ίσα-ίσα που το Γόμορρα είναι απλά η αφορμή να αναθερώ για λίγο σε όσα υπάρχουν μέσα μου εσχάτως.

Το Γόμορρα εκκινεί με την ειρωνική δήλωσή της συνύπαρξης ενός Κορμπυζιανού φουτουριστικού κτιρίου με την ναπολιτάνικη Καμόρρα και τις πολλαπλές δραστηριότητες της. Η δήλωση είναι εξαρχής σαφέστατη πιστεύω: η αισθητική, η ομορφιά αν θες, στην υπηρεσία του χυδαίου χρήματος και της εκμετάλλευσης, απ' όπου αυτά και αν προέρχονται. Οι σημερινές μας πόλεις, ως κέντρα των κάθε είδους εξελίξεων, είναι γεμάτες από αντίστοιχης λογικής συνδηλώσεις. Γνωρίζουμε πλέον πως όπου βλέπουμε ομορφιά, από πίσω υπάρχει χρήμα και πως το χρήμα λουστράρεται μα και ξεπλένεται με το γούστο, την ομορφιά και την υψηλή αισθητική.

Πίσω, όμως, από την όμορφη αρχιτεκτονική κρύβεται ένας ευέλικτος ζόφος που διατηρεί πολλές μορφές. Ανθρώπινη εκμετάλλευση, βία, κυνήγι του εύκολου χρήματος, καταπίεση, εξουσία. Η δραστήρια κάμερα του Garrone επιλέγει να λειτουργεί ως το μάτι του παρατηρητή, ως η ματιά όλων μας καθώς διασχίζουμε τις ζώνες απανθρωπιάς και αιμοβόρου κέρδους που η καταναλωτική μας κοινωνία ορίζει ως πόλεις. Μας προσφέρει, πάντα με μια σχεδόν ντοκιμενταρίστικη άχρωμη καταγραφή, συχνά καδράρει και ακινητοποιείται πάνω στην απελπισία, εικόνες ανθολογίας επιτηδευμένα αρρωστημένες που μοιάζουν τόσο αληθινές. Η σαπίλα του παραπάνω σχήματος δεν είναι κρυφή, όσο και να θέλουμε να μην την βλέπουμε, άλλα δεν χρειάζεται παρά μόνο να περπατήσεις λίγο σε αυτό το εξωτερικά όμορφο κτίριο για να το δεις στις πραγματικές του διαστάσεις: ένα τσιμεντένο άσχημο γιαπί-κλουβί που προσφέρεται μοναχά (λες και δημιουργήθηκε αποκλειστικά για αυτά) για έκνομες δραστηριότητες που αποφέρουν βάσανα σε πολλούς και λεφτά σε λίγους.

Οι πόλεις μας, οι κοινωνίες μας (πόσες μαλακίες έχει πει η Θάτσερ και πόσο περισσότερο μαλάκες όσοι την ψήφιζαν) είναι τόσο υπαρκτές όσο και ανάλογες με τα βιβλικά Γόμορρα. Ανάλογες είπα; Είναι τα Γόμορρα. Εδώ που ο καθένας μας και η καθεμιά ζει, δουλεύει, κυκλοφορεί, ψωνίζει, ελλοχεύει η  μπόχα μιας κομματιασμένης και αποδιοργανωμένης κοινωνίας, παραλυτικής και δυστοπικής,  η οποία λειτουργεί κανιβαλιστικά από τα κάτω προς τα πάνω. Πρώτα οι περισσότερο αδύναμοι, αλλά μην γελιέσαι ούτε και να ξεφουσκώνεις από ανακούφιση, η παράνοια του κανιβαλισμού (για να θυμηθώ και λίγο τον Πύνσον) ανεβαίνει κάθετα προς τα επάνω, τρώγοντας τον κοινωνικό ιστό από τα μέσα. Μέσα από μικρές αναλαμπές αισιοδοξίας, όπως την επιθυμία κάποιων να ξεφύγουν από τον αιμάτινο φαύλο κύκλο, η ταινία μας καθιστά σαφές αυτό που ήδη ξέρουμε. Ζούμε μέσα στα Γόμορρα, εμείς αποτελούμε τα θεμέλια της. Και δεν ξέρω πως μπορούμε να ξεφύγουμε. Σαν εκείνο το παλιό δίστιχο του Leonard Cohen.

I stepped into an avalanche,
it covered up my soul.