Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

Να ντύσουμε τους γυμνούς




Τώρα που πληκτρολογώ αυτές τις γραμμές, έχω εδώ δίπλα μου μια pocket τρομπέτα και τον πολύ πιο πρόσφατο έρωτα μου, ένα άλτο σαξόφωνο. Η σχέση μου μαζί τους ήταν και είναι πάντα ιδιωτική, ελάχιστες φορές (και ποτέ ως τώρα με το άλτο) μεταμορφώθηκε σε μια δημόσια εξωτερίκευση. Η γύμνια μιας, οποιουδήποτε τύπου, παράστασης μπροστά σε άλλους ανθρώπους μου μοιάζει τρομακτική. Δεν ενέχει καν την απόλαυση της ερωτικής γύμνιας μεταξύ των ανθρώπων, μια και όσοι βρίσκονται απέναντι σου μπορούν πολύ εύκολα να μετατραπούν σε άγρια θηρία, έτοιμα να σε κατασπαράξουν ή ακόμη και σε αυτοσχέδιους παπαράτσι έτοιμους να εστιάσουν στο ασήμαντο, στο κωτσομπολίστικο και όχι στο μείζον. Αυτός ο φόβος, το άγχος και το συνεπακόλουθο feeling sympathetic με τους ηθοποιούς του θεάτρου με κάνουν να μην αναμετρώμαι συχνά με το θεατρικό τέρας. Νομίζω.

Είμαι φαν του Λουίτζι Πιραντέλο. Απορώ σε σημείο θυμού με όσους και όσες τον θεωρούν ξεπερασμένο ή τουλάχιστον όχι μοντέρνο. Μέσα από έργα του όπως το Ένας, Κανένας Και Εκατό Χιλιάδες εξοικειώθηκα (και εντυπωσιάστηκα με το πολυεπίπεδο των χαρακτήρων) με τον έντονο συμβολισμό, στα έργα του, της πολλαπλότητας της ανθρώπινης φύσης. Η επίθεση στην πατριαρχία του Άνδρας Της Γυναίκας Του, αποτελεί μια σαφέστατα μοντέρνα οπτική των ανθρώπινων σχέσεων μεταξύ των δύο φύλλων. Η ειρωνεία και το παιχνίδι της (τόσο έντονα φανερή στα διηγήματα του, εκεί που ο μικρότερος χώρος έκφρασης τον "αναγκάζει" να απλώσει αυτά τα στοιχεία σαφώς πιο έντονα) αποτελούν πανταχού παρούσες συνιστώσες φανερώνοντας ένα παιχνίδισμα, ένα κλείσιμο του ματιού στη, συχνά σοβαροφανή, σοβαρή τέχνη. Θα μπορούσες να πεις, λοιπόν, πως βλέποντας το Να Ντύσουμε Τους Γυμνούς, ήμουν προετοιμασμένος ως ένα σημείο.

Η, κοντά στις δύο ώρες, παράσταση στο Θέατρο Τέχνης υπήρξε απολαυστικά ψυχαγωγική. Θεωρώ το θέατρο, ως θεατής πάντα, μια απαιτητική διαδικασία. Η κούραση από ένα κείμενο βαρετό ή μια χωρίς ρυθμό παράσταση μπορεί να μεταφερθεί σε εμένα και, ξαφνικά, να μην με χωρά η θέση μου ή ολόκληρο το σώμα μου να έχει πιαστεί. Όχι στο Να Ντύσουμε Τους Γυμνούς, ούτε κατά διάνοια. Θεωρώ πως η, ακολουθώντας το ύφος δραματικής μουσικής δωματίου, μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, βοηθά εντυπωσιακά τους ηθοποιούς και την ίδια την, καθόλου εύπεπτη, πλοκή. Σε κάποιες στιγμές, έπιασα τον εαυτό μου να νοιώθει πως υπήρξε έντονη διάδραση μεταξύ των στιγμών των ερμηνειών και της μουσικής. Αντιμετώπισα αρχικά με αρνητική διάθεση την εισβολή αρκετών ιταλικών λέξεων και φράσεων στους διαλόγους. Με ξένισε. Καθώς η παράσταση προχωρούσε τα ένοιωθα ενσωματωμένα στη ροή, να εντείνουν την πετυχημένη σκηνοθετική προσπάθεια ισορροπίας μεταξύ ενός ανάλαφρου χιούμορ και των πολύ σοβαρών συνδηλώσεων της ιστορίας.

Όντας θιασώτης της εσωτερικότητας σε κάθε είδους τέχνη, αντιμετωπίζω ένα ζήτημα με τη θεατρική γλώσσα των ερμηνειών. Μην έχοντας έναν (ή μία...) κινηματογραφικό σκηνοθέτη να μου υποδείξει/υπενθυμίσει που να εστιάσω, βρίσκομαι μετέωρος (πάντα ως θεατής) μεταξύ της αναγκαιότητας της σκηνής για ένταση, φωνή και ενέργεια και της δικής μου ανάγκης για την εσώτερη πνευματικότητα ανθρώπων και διαλόγων. Έχουν υπάρξει φορές που ένοιωσα την ανάγκη να πλησιάσω τη σκηνή και να ρωτήσω "θέλετε να πλησιάσουμε για να μη φωνάζετε";... Όχι εδώ όμως. Οι ερμηνείες, τα σκηνικά και η σκηνοθετική άποψη του Γιάννου Περλέγκα για την τοποθέτηση των ηθοποιών στο δύσκολο, για τα δικά μου μάτια τουλάχιστον, σκηνικό της Γεωργίας Μπούρα, τα έκαναν όλα πολύ πιο απλά.

Μέσα σε μια άρτια, απολαυστική παράσταση ξεχώρισα τις ερμηνείες της Μαρίας Πρωτόπαππα, της Έυης Σαουλίδου και του Θάνου Τοκάκη του οποίου η κινησιολογία και το κοστούμι μου θύμισε την τραγικότητα των φουτουριστών δανδήδων της εποχής του ίδιου του Πιραντέλο. Το α λα φελινικών χαρακτήρων υποδώρειο χιούμορ της Έυης Σαουλίδου με ενθουσίασε εξίσου, αποζητώντας, μάλλον, ακόμη μεγαλύτερες δόσεις από αυτές που απόλαυσα. Στη ουσία σε όλες τις ερμηνείες βρήκα σημεία αναφοράς και ενθουσιασμού εκτός από αυτή του Περλέγκα, τον οποίο κρίνω ως κάπως άκαμπτο στο ρόλο που μας παρουσιάζει. Ενθουσιάστηκα, όμως, τόσο με τη σκηνοθετική του άποψη (αν και τα σημαινόμενα της θεατρικής σκηνοθεσίας μου μοιάζουν βαθιά αχαρτογράφητα νερά) σε ολόκληρη τη διάρκεια της παράστασης που η ερμηνεία του δεν αποτελεί  ψεγάδι σε μια σπουδαία παράσταση.

Το κείμενο είναι πυκνό, βαρύ με πολλές οπτικές. Κάτι σαν τα έργα του αγαπημένου μου ψυχεδελικού (να τώρα που δεν είμαι καθόλου politically ορθόδοξος) Ιερώνυμου Μπος του οποίου το κεντρικό μέρος του πίνακα του Ο Κήπος Των Επίγειων Απολαύσεων κοσμεί, αλλά και διαμορφώνει αναμενόμενα, τον εξώστη του σκηνικού. Τα, θηριώδους δυναμικής, έργα του Μπος συμβολίζουν ένα ανάλογο (και μαγκιά του σκηνοθέτη που κάνει τη σύνδεση) με το πολυεπίπεδο των έργων του Πιραντέλο. Σκοτάδι και φως, ειρωνεία και δράμα, ωμότητα και αισιοδοξία, χιούμορ και απελπισία από ένα Ιταλό λογοτέχνη άξιο συνεχιστής της τεράστιας ιταλικής παράδοσης του Βοκάκιου και του Πετράρχη. Οι άνθρωποι (γιατί, τελικά, οι άνθρωποι διαμορφώνουν τα πάντα) που έφεραν εις πέρας το παραπάνω πολύπλοκο και συχνά δυσνόητα σχήμα, έκαναν σπουδαία δουλειά. Και εμείς περάσαμε όμορφα, όχι "καλά". Δεν το λες και λίγο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου