Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Silent Wagon



Καθώς αφήνομαι, κρατώντας σημειώσεις, στα sci-fi απειλητικά ηχοτοπία του Αθηναίου Silent Wagon, συνειδητοποιώ πως μάλλον μοιραζόμαστε την ίδια αγάπη για το πρόσωπο του Richard D. James, περισσότερο γνωστού (ανάμεσα στα άλλα) ως Aphex Twin. H επίδραση και η επιρροή του Aphex μοιάζει να είναι εντυπωσιακά μεγάλη και να συνδέει ακόμη και όσους προσπαθούν να παράξουν ήχους με αυτούς που παλεύουν να γράψουν λίγα λόγια για αυτούς.

Καθώς αφήνω πίσω μου τα όποια πρωταρχικά σημεία αναφοράς, δεν παύω να αναρωτιέμαι ποιες είναι αυτές οι νοητικές διαδρομές που εγκολπώνουν και ανακυκλώνουν (εκτός αν πιστεύεις στην παρθενογένεση) αυτές τις αναφορές προς ένα τελικό αποτέλεσμα. Δεν έχω απάντηση και, πιστεύω, πως αυτό είναι το προκλητικά όμορφο του πράγματος. Η τελική κατάληξη, όχι περισσότερο άξια της ίδια της πορείας πάντως, αποτελεί πάντοτε ένα προσωπικό όχημα άξιο καταγραφής και υποκειμενικής εξήγησης.

Παρότι συνεχώς εκτεθειμένος στα διάφορα underground, έχω πρόβλημα με το μέσο της κασέτας. Δεν έχω καταφέρει ποτέ να αποκωδικοποιήσω τον αρνητισμό μου, υποθέτω πως περισσότερο έχει να κάνει με το γεγονός πως ο φετιχισμός μου ενεργοποιείται σαφώς πιο εύκολα από το μέσο του βινυλίου. Την αρχική μικροδυσαρέσκεια για αυτή την κυκλοφορία αποκλειστικά σε κασέτα, ακολούθησε η κατανόηση πως το μέσο μοιάζει αρκετά ως απόλυτα ταιριαστό με το Hidden Pole. Καθώς οι ήχοι του αποσυντίθεται στο πέρασμα των δευτερολέπτων και των λεπτών, συνειδητοποιείς πως αυτή τους η αποσύνθεση, ώστε να δώσουν τη θέση τους σε άλλους ήχους σε μια συνεχή διαδοχή, αποτελεί κομμάτι της της δημιουργία του.

Εδώ και πολύ καιρό, χρόνια μάλλον, εμμένω δυσαρεστημένος με γεροντική επιμονή στην απέχθεια μου απέναντι στη σκλαβιά των ρυθμών. Μην με παρεξηγείς. Δεν απορρίπτω το ρυθμό εξ ορισμού, ούτε και αρνούμαι την απελευθερωτικά σωματική διαδικασία που αυτός καταλυτικά προκαλεί. Αλλά μοιάζει πια η όποια επιτυχία ενός ηχητικού εγχειρήματος (ιδιαίτερα στη mainstream ηλεκτρονική μουσική) να εξαρτάται απόλυτα από το αν προκαλεί κινήσεις του σώματος στους ακροατές. Το βρίσκω καταναγκαστικό. Στο Hidden Pole δεν θα λέγαμε πως η ρυθμολογία απουσιάζει, αλλά ότι παραμένει κρυμμένη ακριβώς κάτω από στρώματα ηλεκτρονικών ατμοσφαιρικών ambient πιέσεων (τώρα αυτό δεν γνωρίζω αν είναι ένας πετυχημένος νεολογισμός...)

Σε κομμάτια όπως το Gravitational Defrost παρατηρείς μια, συνειδητή ίσως, προσπάθεια οι industrial απόηχοι αν μην κυριαρχήσουν αλλά να παραμένουν εκεί: φανεροί, κοτσωνάτοι αλλά όχι νικητές. Nice. Αλλού, όπως στο Goodbuy To The Burning Island, μου έφερε στο νου τον ατμοσφαιρικό μινιμαλισμό (και τη διακριτική ρυθμολογία) του αγαπημένου μου Plastikman. To Hidden Pole, όμως, διεκδικεί τη αυθυπαρξία του πέρα από επιρροές ή τουλάχιστον από τις δικές μου εξηγήσεις (για να θυμηθώ την εισαγωγή) για τις επιρροές του. Στο No Lager, το καλύτερο ίσως κομμάτι του, αφήνεσαι σε μια παράθεση μεταλλικών ήχων από το παρελθόν (ή μήπως από το παρόν ή και ένα κοντινό μέλλον;) μιας δυστοπίας κάθε είδους στρατοπέδων. Σπουδαίο. Κλείνοντας, το 357911, αποτελεί ξεκάθαρα το περισσότερο ambient κομμάτι, μια επιλογή που δεν λειτουργεί καθ όλη τη διάρκεια του, αλλά μου μοιάζει ως μια επιλογή αντίφασης όσο και αμφισβήτησης όσων έχουν προηγηθεί με έναν τόνο αυτοαναίρεσης που πείθει.

Έχω πρόβλημα, πλέον, με μουσικούς όρους όπως το ambient ή το drone. Όχι φυσικά πως μου φταίνε αυτά εξ ορισμού, απλά κάτω από αυτή την ταμπέλα έχουμε γεμίσει από έναν ορυμαγδό βαρετών ηχογραφήσεων, συχνά αυτοαναφορικών. Το Hidden Pole δεν ενσωματώνεται στην προηγούμενη προβληματική. Αντίθετα ενθυλακώνει μια, καλώς εννοούμενη σύγχυση. Προσπαθεί, αρκετά πετυχημένα, να κινηθεί προς πολλές κατευθύνσεις ταυτόχρονα.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου