"Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό,δεν το ήξερες ,ρε μαλάκα;"
Γύρω από αυτή την καφενειακού τύπου και καθόλου πρωτότυπη φράση χτίζει τη νέα του ταινία ο Οικονομίδης. Μόνο που η τέχνη, η τέχνη του κινηματογράφου ειδικότερα, σαν ένα άλλο πρίσμα που παίρνει το φως και ο αναλύει σε απειράριθμα χρώματα, στερεώνει πάνω σ' αυτή τη φράση τα πολλά και διαφορετικά νοήματα μιας σπουδαίας ταινίας.
Σινεφιλικά, βλέποντας την, μου συνέβη ότι καλύτερο μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα: μην περιμένοντας κάτι το σπουδαίο, με κέρδιζε σιγά-σιγά,ενθουσιάζοντας με πλάνο-πλάνο.Ναι, το ομολογώ,δεν περίμενα κάτι τόσο καλό.Θεωρώ το Σπιρτόκουτο και το Με την ψυχή στο στόμα, τις δύο πρώτες ταινίες του, τις καλύτερες του ελληνικού κινηματογράφου (για όποιον ενδιαφέρεται για τέτοιες αναφορές) για τα τελευταία 10-15 χρόνια, μαζί με τον Κυνόδοντα. Κάπου στον Μαχαιροβγάλτη το έχασε,έτσι πίστευα.
Και όμως.Μέσα σε κάτι παραπάνω από δύο ώρες ο Οικονομίδης μιλά κυνικά,ίσως και με απέχθεια, για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Νομίζω πώς,ηθελημένα, περνά τα όρια του κυνισμού και φτάνει στην καταγγελία. Καταγγελία μιας κοινωνίας που έχει εξανδραποδιστεί από το χρήμα και εκπορνεύεται(ή εκπορνεύει ακόμα χειρότερα και τους αθώους για λίγα φράγκα παραπάνω) κρυπτόμενη πίσω από το δάχτυλο της.Τα όπλα του πολλά μέσα στα 137 λεπτά της ταινίας.
Πρώτα,βέβαια, η μεγάλη ερμηνεία του Βαγγέλη Μουρίκη. Ο σκηνοθέτης "παίζει" με το βλέμμα του, το,υποτίθεται ανέκφραστο πρόσωπο του,ο ίδιος ο Μουρίκης καταφέρνει κάτι φαινομενικά ακατόρθωτο: σε κάθε βλέμμα, σε κάθε πλάνο-όσο η ένταση αυξάνεται καθώς η ταινία προχωρά- αλλάζει απειροελάχιστα τα εκφραστικά του μέσα,πείθοντας σε για την προσωπική κατάβαση του πρωταγωνιστή.Σε αυτή την ταινία ο σκηνοθέτης ανοίγεται.Ρεαλισμός, αλλά το μοντάζ ενώνει τα στοιχεία του δράματος με ποιητικές εικόνες, η κινηματογράφηση του ξεφεύγει από τον μικρόκοσμο των τεσσάρων τοίχων,βγαίνει παραέξω, στο δρόμο,στην επαρχία,στη φύση. Το'χε δοκιμάσει και στο Μαχαιροβγάλτη,δεν του'χε βγει.
Μου θυμίζει αρχαία τραγωδία.Υπάρχει η ύβρις,υπάρχει και η λύση,υπάρχει και ο πρωταγωνιστής που είναι διατεθειμένος να υποστεί και της συνέπειες της.Δεν υπάρχει από μηχανής θεός,υπηρετώντας,έτσι, έναν ρεαλισμό,θα τολμήσω τη σύγκριση, ανάλογο με τις μεγαλειώδεις δημιουργίες του Βισκόντι και του Παζολίνι.
Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει αισιοδοξία. Αισιοδοξία γιατί ο αντί-ήρωας πρωταγωνιστής παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, ορθώνεται απέναντι στην αρρωστημένη μπόχα που, πολλές φορές ,ονομάζουμε σύγχρονη ελληνική κοινωνία.Μέσα από τα πλάνα στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή, ο σκηνοθέτης την κατεδαφίζει λίγο-λίγο.
Η τελική λύση της τραγωδίας, κλιμακούμενης αριστοτεχνικά πιστεύω στο τελευταίο κομμάτι της ταινίας, μας αφήνει με την αισιοδοξία του μοιραίου.Το μοιραίο δεν αποφεύγεται,αλλά αφήνει πίσω του κάτι καλό.Από την εποχή του Τορτούρο και των πρώτων ταινιών των Κοέν είχα να δω έναν τόσο ωραίο "άσχημο" σε μια τόσο καλή ταινία.
Ο ελληνικός κινηματογράφος (χέσε το ελληνικός) απέκτησε,επιτέλους,ένα ιδεώδες δίδυμο σκηνοθέτη-πρωταγωνιστή και τη δική του, ισάξια τουλάχιστον, εκδοχή του Miller's Crossing.
Ταινιάρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου